Το κύμα των διαδηλώσεων που πυροδότησαν οι αναταραχές στην Τυνησία και την Αίγυπτο άγγιξε και τη Συρία. Διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες πόλεις με προεξέχουσες την νότια φυλετική πόλη Ντάραα όπου περισσότεροι από 100 διαδηλωτές σκοτώθηκαν σύμφωνα με αναφορές στον αραβικό τύπο, την παραλιακή μεσογειακή πόλη Μπάνιας, την πρωτεύουσα Δαμασκό στο ανακαινισμένο τζαμί Ουμαγιάντ και στην πόλη Χομς. Η βίαια κατάπνιξη των λαϊκών διαδηλώσεων στη Συρία οφείλεται στην ανεξέλεγκτη εξουσία των σωμάτων ασφαλείας που εδράζεται σε σχετικό προεδρικό διάταγμα του 2008 το οποίο εν πολλοίς τις καθιστά απρόσβλητες.
Η χρήση του διαδικτύου αποδείχθηκε καταλυτική και στην περίπτωση της Συρίας για την ανταλλαγή πληροφοριών και το συντονισμό των δραστηριοτήτων ανάμεσα στους διοργανωτές. Η σελίδα στον κοινωνικό διαδικτυακό τόπο facebook με τίτλο «Η Συριακή Επανάσταση 2011» η οποία αριθμεί περί τα 56 χιλιάδες εγγεγραμμένα μέλη συνιστά εικονικό σημείο συσπείρωσης υποστηρικτών υπέρ της δημοκρατίας. Το συριακό καθεστώς μάλιστα ανέστειλε πρόσφατα την απαγόρευση στη χρήση του διαδικτύου, με σκοπό σύμφωνα με ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων να τεθούν υπό μεγαλύτερη επιτήρηση και να καταγραφούν οι δραστηριότητες των μελών της ιστοσελίδας και σε καμία περίπτωση η άρση δεν αφορά στην προώθηση της ελευθερίας έκφρασης.
Ζητούμενο των διαδηλωτών αποτέλεσε η προώθηση των πολιτικών μεταρρυθμίσεων, η πάταξη της οικονομικής διαφθοράς, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η προώθηση της ελευθερίας του Τύπου. Το συριακό καθεστώς αντέδρασε στην επαύριον των διαδηλώσεων δεσμευόμενο να εξετάσει την άρση εφαρμογής του Νόμου εκτάκτου ανάγκης που ισχύει από το 1963, την αδειοδότηση πολιτικών κομμάτων και την αύξηση των μισθών στους δημόσιους υπαλλήλους.
Το συριακό καθεστώς καλείται να κερδίσει το στοίχημα αφενός της προώθησης των όποιων οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων και αφετέρου της επιβίωσης του. Ο πολιτικός και κοινωνικός αναβρασμός στη Συρία δεν αποτελεί καινούργια υπόθεση καθώς το καθεστώς της χώρας παραδοσιακά διατηρεί ανοικτό μέτωπο έναντι της πλειονοψηφήσασας σουνιτικής ισλαμικής κοινότητας. Την τελευταία πενταετία, υπήρχαν σενάρια τα οποία έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για την ενίσχυση του ισλαμισμού στη Συρία και το καθεστώς Ασαντ θεωρώντας ότι βρίσκεται υπό απειλή προχώρησε σε άνοιγμα προς την ισλαμική σουνιτική κοινότητα με εναρκτήριο έτος το 2006. Συγκεκριμένα, ο Ασαντ ενέκρινε την λειτουργία τμήματος ισλαμικής Νομολογίας (Sharia) στο πανεπιστήμιο του Χαλεπίου, την αδειοδότηση τριών (3) ισλαμικών τραπεζών και επέτρεψε για πρώτη φορά αφότου ανέλαβε την προεδρεία της χώρας το 2000, σε ερμηνευτή της ισλαμικής νομολογίας να προβεί σε διάλεξη στην Ανώτατη Στρατιωτική Ακαδημία της Δαμασκού.
Αξιομνημόνευτο είναι ότι ο προγραμματισμός για δημιουργία τμήματος ισλαμικής νομολογίας είχε ανασταλεί στο παρελθόν λόγω των καθεστωτικών ανησυχιών που αφορούσαν στην πιθανότητα ενίσχυσης της σουνιτικής ισλαμικής επιρροής στο Χαλέπι, όπως επίσης ότι το καθεστώς επέτρεψε τον Απρίλιο 2006 στον μετριοπαθή μουσουλμάνο σεϊχη και βουλευτή Μοχάμαντ Χαμπάς να πραγματοποιήσει διάλεξη στην Ανώτατη Στρατιωτική Ακαδημία της Δαμασκού υπό την παρουσία του Σύριου υπουργού εθνικής άμυνας, του Μεγάλου μουφτή της χώρας και λοιπές θρησκευτικές φυσιογνωμίες. Στην ομιλία του μάλιστα ο Σύριος σεϊχης και βουλευτής που αποτελεί ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος αναγέννησης στη Συρία διετύπωσε ότι ο αραβικός εθνικισμός και το Ισλάμ είναι συμβατά και ότι είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός κοινού μετώπου προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι εθνικές και περιφερειακές προκλήσεις που αγγίζουν τα συριακά συμφέροντα, ενώ δεν παρέλειψε να επαναλάβει την πάγια θέση περί έγκρισης νέου νόμου για την λειτουργία πολιτικών κομμάτων που θα επιτρέπει την δημιουργία ισλαμικών πολιτικών οργανώσεων.
Η στρατηγική της προσεκτικής αλλά ουσιαστικής προσέγγισης της ισλαμικής σουνιτικής κοινότητας από το καθεστώς Ασαντ έλαβε έμπρακτη μορφή όταν τον Απρίλιο 2006 στην επέτειο εορτασμού των γενεθλίων του προφήτη Μωάμεθ επιτράπηκε η διακόσμηση της συριακής πρωτεύουσας με πανό τα οποία προέβαλαν θρησκευτικά σλόγκαν για πρώτη φορά αφότου ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας ο Μπασάρ αλ-Ασσαντ. Στο πλαίσιο της ισλαμικής προσέγγισης εντάχθηκε και η απόφαση του συριακού καθεστώτος να εκμεταλλευτεί πολιτικά την υπόθεση της αναπαραγωγής και δημοσίευσης σε δανικό περιοδικό των καρτούν που απεικόνιζαν τον προφήτη Μωάμεθ και να εμφανισθεί τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο γειτονικό περιβάλλον ως προστάτης του Ισλάμ παρέχοντας άδειες για την πραγματοποίηση διαδηλώσεων διαμαρτυρίας έμπροσθεν ευρωπαϊκών πρεσβειών.
Γεγονός πάντως είναι ότι το συριακό καθεστώς υιοθετεί την πάγια τακτική του καρότου και του μαστιγίου έναντι της σουνιτικής ισλαμικής κοινότητας. Και τούτο διότι παράλληλα με τις προσπάθειες προσέγγισης, το καθεστώς κινείται και προς την κατεύθυνση της καταπίεσης. Επί παραδείγματι, ο επικεφαλής του τμήματος Δαμασκού στο συριακό υπουργείο θρησκευμάτων (Αουκαφ) εξέδωσε λίστα που εμπεριείχε δέκα απαγορεύσεις και περιορισμούς στις δραστηριότητες που συντελούνται στα τζαμιά με προεξέχοντες τον περιορισμό του ωραρίου λειτουργίας αποκλειστικά στις ώρες προσευχής, την απαγόρευση στην παρουσία μη εξουσιοδοτημένων ομιλητών, καθώς και την αναστολή ενεργειών όπως τη συλλογή δωρεών αλλά και τη μείωση της ηχητικής έντασης στα μεγάφωνα των τζαμιών που καλούν τους πιστούς σε προσευχή.
Η διττή διάσταση του καθεστώτος από την μία να ενθαρρύνει τις μετριοπαθείς ισλαμικές σουνιτικές δυνάμεις και από την άλλη να καταπιέζει ότι θεωρεί απειλή δεν αποτελεί σύγχρονη πρακτική της συριακής ηγεσίας. Και τούτο διότι το προηγούμενο καθεστώς του Χάφεζ αλ-Ασσαντ ακολούθησε εν πολλοίς την ίδια στρατηγική με το καθεστώς του υιού Μπασάρ αλ-Ασσαντ όσον αφορά στην ανάσχεση της όποιας ισλαμικής επιρροής στα πολιτικά δρώμενα της χώρας που θα μπορούσε να αναδείξει ισλαμικό πολιτικό αντίπαλος δέος έναντι του καθεστώτος όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 πάταξε βίαια τη συριακή Μουσουλμανική Αδελφότητα. Στους κόλπους του σημερινού συριακού καθεστώτος, η πλειονότητα των ανώτατων στελεχών κατανοούν πλήρως την πολιτική χειραγώγησης και χρησιμοποίησης των ισλαμιστών προκειμένου να στηρίξουν την καθεστηκυία τάξη, ενώ το σύνολο των μεσαίων και κατώτερων αξιωματούχων εφαρμόζουν την πάγια πολιτική της καταπίεσης του ισλαμικού πλήθους.
Είναι προφανές ότι το συριακό καθεστώς αναγνωρίζει την ισχυρή επίδραση του Ισλάμ στις λαϊκές μάζες και είναι αποφασισμένο να φλερτάρει με τη ισλαμική σουνιτική κοινότητα προκειμένου όχι απλά να διατηρήσει την δημοτικότητα και την λαοφιλία αλλά κυρίως να επιβιώσει. Επιπρόσθετα, η αργή πρόοδος στις σχέσεις Συρίας-ΗΠΑ σε συνδυασμό με την ανάγκη επιβίωσης του καθεστώτος έχει συνδράμει στην προσέγγιση της χώρας με το Ιράν, ικανοποιώντας τοιουτοτρόπως τους ισλαμιστές στη Συρία.
Στο κεφάλαιο των πολιτικών ελευθεριών, η θέση του Σύριου προέδρου συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι η συριακή κοινωνία όπως και η πλειονότητα των υπολοίπων στην περιοχή οδεύουν με γοργούς ρυθμούς σε μία πολιτική μετατόπιση προς τον συντηρητισμό. Σε αυτή τη βάση, η διαδικασία πολιτικών μεταρρυθμίσεων σύμφωνα με την προεδρική αντίληψη δυσχεραίνεται όπως άλλωστε αποδεικνύει η περίπτωση χωρών με αντιπροσωπευτικές τον Λίβανο και την Αλγερία οι οποίες υιοθετώντας προγράμματα για την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων έφεραν ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα καθώς επί της ουσίας έθεσαν τις βάσεις για ένταση και κοινωνικές αναταραχές.
Στην περίπτωση της Αλγερίας το 1980, ισλαμιστικές ομάδες επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν τα πολιτικά ανοίγματα της κυβέρνησης προκειμένου να ανέλθουν στην εξουσία καταστρατηγώντας την εσωτερική σταθερότητα και οδηγώντας με αυτό τον τρόπο σε ένοπλες συγκρούσεις που διήρκεσαν δεκαετίες. Αντίστοιχα, στον Λίβανο η διαδικασία πολιτικών μεταρρυθμίσεων και οι εκλογές της 29ης Μαίου 2005 προσέφεραν την αιτιολογική βάση στην οποία στηρίχθηκε σεκταριστική βία. Με βάση τα δεδομένα, η πολιτική κοσμοθεωρία του Σύριου προέδρου εκλαμβάνει ως ουσιώδη την ειρήνευση και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας έναντι των όποιων πολιτικών μεταρρυθμίσεων.
Παρολαυτά, το συριακό καθεστώς καλείται να αντιμετωπίσει εμπράκτως πολιτικούς αντιπάλους και εν δυνάμει ανταγωνιστές για την εξουσία. Συγκεκριμένα, αντίπαλο πολιτικό δέος έναντι του καθεστώτος επιχειρεί να αποτελέσει την τελευταία πενταετία ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Χάνταμ ο οποίος σε συνεργασία με τον επικεφαλής της συριακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας Μπαγιανούνι προέβη στη σύσταση του Εθνικού Μετώπου Σωτηρίας το οποίο έχει σαφή ερείσματα στο σουνιτικό πληθυσμό. Ειδικά όσον αφορά στη συριακή Μουσουλμανική Αδελφότητα είναι μία επαναστατική ομάδα η οποία λειτουργεί υπό καθεστώς μυστικότητας καθώς έχει τεθεί εκτός λειτουργίας από το καθεστώς Ασσαντ. Ο υπ’ αριθμόν 49 Νόμος του 1981 προβλέπει ότι η απλή συμμετοχή στην Μουσουλμανική Αδελφότητα τιμωρείται με την ποινή του θανάτου, ενώ το 1982, το καθεστώς εξαπέλυσε μία εκστρατεία καταστολής της οργάνωσης καταστρέφοντας ολοσχερώς τις όποιες υποδομές της και οδηγώντας τα ανώτατα μέλη της στην εξορία. Εκτοτε, η Μουσουλμανική Αδελφότητα επιδίωξε ανεπιτυχώς να ανακτήσει την άδεια από το καθεστώς προκειμένου να επανα-δραστηριοποιηθεί στη χώρα.
Τοιουτοτρόπως, το 2001, η οργάνωση υποστήριξε ένα πολιτικό μανιφέστο το οποίο επίσης στηρίχθηκε από ένα ευρύ φάσμα αντιπολιτευόμενων ομάδων απαιτώντας τον τερματισμό του μονοκομματισμού και τη διεξαγωγή ελεύθερων δημοκρατικών εκλογών. Δοθείσης της αποτυχίας των συγκεκριμένων προσπαθειών, η Μουσουλμανική Αδελφότητα αποτελεί οργανικό μέλος μίας ευρύτερης συμμαχίας αντικαθεστωτικών ομάδων, του Εθνικού Μετώπου Σωτηρίας, η οποία όπως προαναφέρθηκε περιλαμβάνει και τον πρώην αντιπρόεδρο του καθεστώτος Ασσαντ, Αμπντελ Χαλίμ Χάνταμ. Ο πρώην Σύριος αντιπρόεδρος ήταν ένας από τους ελάχιστους σουνίτες μουσουλμάνους που κατάφερε να ανελιχθεί στην ηγεσία του αλεβιτικού καθεστώτος της χώρας και υπήρξε έμπιστος του Χάφεζ αλ-Ασσαντ. Οταν ο νέος πρόεδρος Μπασάρ ενίσχυσε το κομματικό του εκτόπισμα στο κυβερνητικό κόμμα Μπάαθ, ο πρώην αντιπρόεδρος που ανήκε στην παλαιά φρουρά του καθεστώτος απώλεσε την επιρροή του και στη διάρκεια του Συνεδρίου του κόμματος Μπάαθ στις 6 Ιουνίου 2005 ανακοίνωσε την παραίτηση του από τον καθεστωτικό θώκο.
Μετά την παραίτηση του, μετεγκαταστάθηκε στο Παρίσι για να επανακάμψει το πολιτικό προσκήνιο όχι μόνο της Συρίας αλλά του Λιβάνου και της διεθνούς κοινότητας όταν τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους κατηγόρησε ευθέως το συριακό καθεστώς και συγεκκριμε΄να τον Σύριο πρόεδρο Ασσαντ για την προσωπική του εμπλοκή στη δολοφονία του Λιβανέζου πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι πυροδοτώντας με αυτό τον τρόπο μαζικές διαδηλώσεις οι οποίες οδήγησαν στον τερματισμό της 30ετούς στρατιωτικής παρουσίας της Συρίας στον Λίβανο. Η ανταπόκριση του συριακού καθεστώτος υπήρξε άμεση με την διαγραφή του πρώην αντιπροέδρου από το κυβερνητικό κόμμα Μπάαθ ενώ το συριακό κοινοβούλιο ψήφισε την άσκηση δίωξης εναντίον του για προδοσία. Εκτοτε, ο ίδιος βρίσκεται στο εξωτερικό και έχει προβεί στο σχηματισμό «κυβέρνησης στην εξορία», ενώ ηγείται της αντιπολιτευόμενης ομάδας Εθνικό Μέτωπο Σωτηρίας που στοχεύει στην εκδίωξη του καθεστώτος Ασσαντ με ειρηνικά μέσα.
Αξιομνημόνευτη είναι επίσης η διαφαινόμενη συσπείρωση των φυλών της Συρίας σε βάρος του καθεστώτος. Στις 24 Μαρτίου 2011, ο γενικός γραμματέας της Ενωσης Συριακών Φυλών σεϊχης Αλι Αϊσα αλ Ουμπέιντι προέβη σε διαδικτυακή τηλεοπτική ανακοίνωση κηρύττοντας επανάσταση εναντίον του Σύριου προέδρου, αναφέροντας χαρακτηριστικά επί λέξη: «Οι άνεμοι της αλλαγής φέρουν πλήγμα στο δικτατορικό καθεστώς της χώρας. 41 έτη έχουν παρέλθει με την αθέμιτη εξουσία της οικογένειας αλ-Ασσαντ. Αυτό το καθεστώς έχει βασανίσει το συριακό λαό. Ο αριθμός των θυμάτων έχει ξεπεράσει τους 100 χιλιάδες μάρτυρες, περίπου ο ίδιος αριθμός αγνοουμένων, και τρία εκατομμύρια εκτοπισμένων. Οι φυλές που εκπροσωπούμε αντιπροσωπεύουν ποσοστό άνω του 50 τοις εκατό του συριακού πληθυσμού και κυρρήσουν επανάσταση ενάντια στο διεφθαρμένο καθεστώς αλ-Ασσαντ».
Στο κεφάλαιο της οικονομικής διαφθοράς, στα μάτια του συριακού λαού αυτή έχει αγγίζει το στενό οικογενειακό κύκλο του προέδρου Ασσαντ και ως εκ τούτου δικαιώνεται η πρότερη απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να επιβάλλει κυρώσεις για οικονομική διαφθορά στο καθεστώς. Συγκεκριμένα, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών τον Φεβρουάριο 2008 επέκτεινε το φάσμα των κυρώσεων που είχαν επιβάλλει οι ΗΠΑ στη Συρία επιβάλλοντας κυρώσεις στο συριακό καθεστώς για την υπόθαλψη της οικονομικής διαφθοράς και εκδίδοντας λίστα στην οποία καταδείκνυε τον Σύριο δισεκατομμυριούχο Ράμι Μαχλούφ ως «μεσολαβητή και δικαιούχο» της δημόσιας διαφθοράς στη Συρία. Ο Ράμι Μαχλούφ είναι ένας εκ των έξι εξάδελφων του Σύριου προέδρου και η οικογένεια του ασκεί τεράστια οικονομική και πολιτική επιρροή. Και τούτο διότι όταν ο προηγούμενος πρόεδρος Χάφεζ αλ-Ασσαντ ανήλθε στην εξουσία τη δεκαετία του ’70 παραχώρησε σημαντικά προνόμια στους συγγενείς της συζύγου του, Ανίσα Μαχλούφ.
Η οικογένεια Μαχλούφ όπως και η οικογένεια Ασσαντ είναι αλεβιτική αλλά περισσότερο εξέχουσα καθώς προέρχεται από την κυρίαρχη φυλή Χανταντίν. Πολλά μέλη της αλεβιτικής οικογένειας Μααχλούφ έχουν διεισδύσει στα σώματα ασφαλείας όπως ο στρατηγός Αντνάν Μαχλούφ ο οποίος διετέλεσε επί σειρά ετών διοικητής της συριακής προεδρικής φρουράς, ενώ ο Μοχάμμαντ Μαχλούφ αδελφός της μητέρας του προέδρου Μπασάρ και πατέρας του Ράμι Μαχλούφ απέκτησε τεράστιο οικονομικό εκτόπισμα με τη διαχείριση σειράς κρατικών και ιδιωτικών εταιριών. Η οικογένεια Μαχλούφ ανήκει στην κατηγορία των έμπιστων του συριακού καθεστώτος που μονοπώλησε στον μικρό σε μέγεθος αλλά επεκτεινόμενο συριακό ιδιωτικό τομέα της οικονομίας στη δεκαετία του ’90.
Ο Ράμι Μαχλούφ έχει οικοδομήσει στην κυριολεξία μία οικονομική αυτοκρατορία επιτυγχάνοντας την διείσδυση σε αναπτυσσόμενους τομείς της οικονομίας όπως σε ακίνητα (είναι ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου Talisman), στις μεταφορές (είναι ιδιοκτήτης μίας νέας ιδιωτικής αεροπορικής εταιρίας), στον τραπεζικό τομέα, την βαριά βιομηχανία και τις τηλεπικοινωνίες. Ειδικότερα, ο Ράμι Μαχλούφ έχει κυριαρχήσει στον τομέα των τηλεπικοινωνιών της χώρας και οι όποιες επενδύσεις συντελούνται μέσω ομίλων τους οποίους η οικογένεια Μαχλούφ κατέχει την πλειοψηφία ή μεγάλο ποσοστό μετοχών όπως τις Ramak, Cham Holding και Drex Technologies. Προς χάριν καταγραφής των επιχειρηματικών κινήσεων και των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων αντίπαλων, ο Ράμι Μαχλούφ συνέδραμε στον διορισμό του αδελφού του Χάφεζ ως επικεφαλής της Κρατικής Ασφάλειας της Δαμασκού.
Η αμερικανική επιβολή κυρώσεων στη Συρία για την υπόθαλψη της οικονομικής διαφθοράς και η ένταξη του Ράμι Μαχλούφ, - ομολογουμένως του πιο ισχυρού οικονομικού παράγοντα στη Συρία όπου ξένες εταιρίες δεν δύνανται να προβούν σε επιχειρηματικά και επενδυτικά εγχειρήματα χωρίς τη συναίνεση του- στη σχετική λίστα των «μεσολαβητών και δικαιούχων» της δημόσιας διαφθοράς έχουν προκαλέσει δύο διαφορετικές αντιδράσεις. Οι εν λόγω αντιδράσεις κατηγοριοποιούνται στη βάση των σχέσεων που συγκεκριμένοι οικονομικοί κύκλοι εντός της Συρίας διατηρούν με το καθεστώς. Η πρώτη κατηγορία αφορά στους μη πολιτικοποιημένους επιχειρηματίες οι οποίοι θεώρησαν ότι η ένταξη Μαχλούφ στη σχετική λίστα διαφθοράς προκάλεσε αναταραχή στους επιχειρηματικούς συνεργάτες εν αναμονή του επόμενου πλήγματος και λόγω των ανησυχιών για πιθανές επιπτώσεις στις οικονομικές δοσοληψίες ιδιαίτερα εκείνων που διατηρούν περιουσιακά στοιχεία στις ΗΠΑ και την ΕΕ. Παρολαυτά, ουδείς από τους συνεργάτες του Μαχλούφ στους διάφορους ομίλους δεν τόλμησε να αποχωρήσει υπό το φόβο της καθεστωτικής διαπόμπευσης τους ως υποκύπτοντες στις αμερικανικές πιέσεις.
Η δεύτερη κατηγορία αφορά στους επιχειρηματίες οι οποίοι θεωρούν ότι η ένταξη Μαχλούφ στην αμερικανική λίστα εκλαμβάνεται ως προσωπική υπόθεση της τότε αμερικανικής κυβέρνησης με το συριακό καθεστώς Ασσαντ. Ως εκ τούτου, η επιβολή των σχετικών κυρώσεων χωρίς την ένταξη Μαχλούφ εκτιμάται ότι θα ήταν απλά διακοσμητική και θα συνιστούσε μία συμβολική κίνηση άνευ απτών οικονομικών επιπτώσεων. Αξιομνημόνευτο δε είναι ότι η πλειοψηφία των Σύριων πολιτών κατηγορούν εν κρυπτώ τον Μαχλούφ ως μέλος του στενού οικογενειακού κύκλου του προέδρου Ασσαντ για εκτεταμένη οικονομική διαφθορά.
Εξίσου σημαντικό κεφάλαιο αποτελεί το άνοιγμα του Τύπου και τα κλιμακούμενα αιτήματα για μεταρρυθμίσεις στον τομέα της ελευθερίας έκφρασης. Το καθεστώς Ασσαντ έχει περιορίσει δραστικά την ελευθερία του Τύπου. Η μοναδική μη κρατική εφημερίδα είναι η αλ-Ουάταν που μεταφράζεται ως «Πατρίδα», ενώ είναι σε λειτουργία τρεις κυβερνητικές καθημερινές εφημερίδες, δύο κρατικά τηλεοπτικά κανάλια και μερικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί. Τα αραβικά δορυφορικά τηλεοπτικά κανάλια αλ-ζαζίρα και αλ-αραμπία κατέχουν υψηλό ποσοστό τηλεθέασης, ενώ οι διεθνείς έντυπες εκδόσεις των εφημερίδων «αλχαγιάτ» και «Σαρκ αλ-άουσατ» υπόκεινται σε απαγόρευση της διανομής τους στη χώρα αν και το καθεστώς έχει επιτρέψει τη διαπίστευση δημοσιογράφων τους στη συριακή πρωτεύουσα. Το υπουργείο πληροφοριών προϊσταται των τηλεοπτικών, ραδιοφωνικών και έντυπων μέσων και σε αγαστή συνεργασία με την κρατική υπηρεσία πληροφοριών σκευάζουν τα καθημερινά μηνύματα που προβάλλονται και έχουν θέσει ξεκάθαρη κόκκινη γραμμή την οποία ουδείς παραβιάζει.
Εν κατακλείδι, καθίσταται προφανές ότι η επιβίωση του συριακού καθεστώτος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αντιμετώπιση πολλαπλών προκλήσεων στο εσωτερικό της χώρας που σχετίζονται με την ικανοποίηση των πάγιων λαϊκών αιτημάτων, τα οποία αν μη τι άλλο αποτελούν σημεία των καιρών που έχουν κατακυριεύσει την ευρύτερη περιοχή.