Παραδοσιακά θεωρείται ότι ανήκουν στον αραβικό χώρο η Συρία, ο Λίβανος, η Ιορδανία, τα Παλαιστινιακά Εδάφη, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, η Υεμένη, το Κατάρ, το Ομάν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Κουβέιτ, το Ιράκ το Μαρόκο, η Αλγερία, η Τυνησία, η Λιβύη, και το Σουδάν. (Βλέπε Χάρτης 1)
ΧΑΡΤΗΣ 1. ΑΡΑΒΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Πηγή: United States Institute of Peace
Ο αραβικός χώρος κατέχει ιδιαίτερα σημαντική θέση στο γεωπολιτικό χρηματιστήριο αξιών καθώς περιέχει σημαντικό ποσοστό των παγκόσμιων ενεργειακών αποθεμάτων, διεθνείς εμπορικές οδούς ενώ αποτελεί χώρο εξαγωγής στρατιωτικού υλικού και τεχνογνωσίας τρίτων χωρών με προεξέχουσες τις ΗΠΑ.
Η σημερινή παρουσίαση θα επικεντρωθεί σε μία εκ των αραβικών χωρών οι οποίες μπορούν να συμβάλλουν στην ανάδυση ενός νέου περιφερειακού συστήματος ασφάλειας που θα τελεί υπό την υψηλή εποπτεία των ΗΠΑ και θα έχει στον πυρήνα την Τουρκία και το Ισραήλ, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται ο ρόλος του Ιράν. Πρόκειται για τη Συρία και θα γίνει ειδικότερα λόγος στις πρόσφατες συνομιλίες Ισραήλ-Συρίας που διεξήχθησαν με τη μεσολάβηση της Τουρκίας και υπό την υψηλή εποπτεία των ΗΠΑ.
Προτού παρατεθεί λεπτομερώς η τριγωνική σχέση Ισραήλ-Συρίας-Τουρκίας, είναι χρήσιμο να αποσαφηνιστεί ο λόγος για τον οποίο το οποιοδήποτε σύστημα ασφάλειας τίθεται υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και όχι της ΕΕ, του ΟΗΕ ή του ΝΑΤΟ. Η μεν ΕΕ θεωρείται από τα αραβικά κράτη ότι επιτελεί ρόλο βασικού χρηματοδότη για την επίλυση της Ισραηλινό-παλαιστινιακής διένεξης και για την ανοικοδόμηση των παλαιστινιακών εδαφών και απλά σποραδικά συμβάλει υποστηρικτικά στην εκπαίδευση των παλαιστινιακών σωμάτων ασφάλειας. Τον δε ΟΗΕ, οι αραβικές χώρες δεν εκλαμβάνουν ως αποτελεσματική ηγετική παρουσία καθώς θεωρούν ότι υιοθετεί δύο μέτρα και δύο σταθμά όσον αφορά στο Ισραήλ. Αναφορικά με το ΝΑΤΟ, παρότι αναλαμβάνει πλέον αποστολές πέραν των γεωγραφικών ορίων ευθύνης του όπως στο Αφγανιστάν, δεν εμφανίζεται έτοιμο να αναλάβει ρόλο στρατιωτικής επιδιαιτησίας και αντ’ αυτού προσεγγίζει τις αραβικές χώρες μέσω του Μεσογειακού Διαλόγου (MD) και της Πρωτοβουλίας της Κωνσταντινούπολης για Συνεργασία (ICI).
Αξίζει επίσης να αναλυθεί η πολιτική στάση και προσέγγιση για την περιοχή της νέας αμερικανικής κυβέρνησης Ομπάμα.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο νέος Αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα επέλεξε να δώσει την πρώτη του συνέντευξη σε ξένο τηλεοπτικό σταθμό όχι ευρωπαϊκό ή ρωσικό αλλά στο αραβικό δορυφορικό κανάλι αλ-αραμπία θέλοντας με αυτό το συμβολικό αλλά ουσιαστικό τρόπο σε επίπεδο σημειολογίας, να καταστήσει σαφή την προσωπική του ανάμιξη και συνεχές ενδιαφέρον σε θέματα που άπτονται του μουσουλμανικού και αραβικού κόσμου.
Η συνέντευξη Ομπάμα αντιμετωπίστηκε από το σύνολο των αραβικών εντύπων και τηλεοπτικών μέσων θετικά. Ο Αμερικανός πρόεδρος κατάφερε να εμφανιστεί ως άτομο που κατανοεί τον τρόπο σκέψης και τη νοοτροπία των απανταχού μουσουλμάνων, καθότι μέλη της οικογένειάς του είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, ενώ και ο ίδιος έζησε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του στην ισλαμική Ινδονησία.[1] Χαρακτηριστικά, σε μία προσπάθεια να επικοινωνήσει με τη μουσουλμανική κοινή γνώμη είπε: «Γνωρίζω από πρώτο χέρι ότι ανεξαρτήτως θρησκεύματος, οι άνθρωποι έχουν κοινές ελπίδες και όνειρα. Δουλειά μου είναι να μεταφέρω στον αμερικανικό λαό ότι οι μουσουλμάνοι θέλουν τα παιδιά τους να ζήσουν μία καλύτερη ζωή, και επίσης να μεταφέρω στο μουσουλμανικό κόσμο ότι οι ΗΠΑ δεν είναι ο εχθρός σας».[2]
Η νέα αμερικανική κυβέρνηση Ομπάμα εμφανίζεται αποφασισμένη να εμπλακεί ουσιαστικά στη διαμόρφωση του μεταλλασσόμενου μεσανατολικού συστήματος ασφάλειας, καθώς το ευάλωτο τοπίο της περιοχής απόρροια κυρίως των πολιτικών επιλογών της προηγούμενης κυβέρνησης Μπους έχει καταστήσει επισφαλή τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον σε αυτή. Σημαντική κίνηση προς την κατεύθυνση ενεργοποίησης της μεσανατολικής πολιτικής των ΗΠΑ συνιστά ο διορισμός στη θέση του ειδικού απεσταλμένου του Αμερικανού προέδρου για τη Μέση Ανατολή του πρώην γερουσιαστή Μίτσελ ο οποίος έχει μακρά εμπειρία αλλά και ρόλο στα δρώμενα καθώς ο ίδιος υπήρξε επικεφαλής εξεταστικής επιτροπής το 2001 η οποία κατέληξε σε πόρισμα γνωστό ως «Αναφορά Μίτσελ» για την επίλυση του Παλαιστινιακού[3], στην οποία εν συνεχεία στηρίχθηκε η Σαουδαραβική πρόταση ειρήνης η οποία αποτελεί τη μοναδική αυτή τη στιγμή αξιόπιστη πρόταση για οποιαδήποτε αποκλιμάκωση της ισραηλινό-παλαιστινιακής κρίσης με σκοπό την επανέναρξη του πολιτικού διαλόγου[4].
Πρόθεση της Ουάσιγκτον φαίνεται να αποτελεί η συνδρομή στην πολιτική διευθέτηση της ισραηλινό-παλαιστινιακής διένεξης, χρησιμοποιώντας ως πιθανή βάση συνομιλιών την αναφορά της εξεταστικής επιτροπής Μίτσελ, της οποίας το πόρισμα είναι περισσότερο σύγχρονο από ποτέ, καθώς εστιάζει -μεταξύ άλλων- στην αναγκαιότητα αναστολής της δημιουργίας νέων ισραηλινών εποικισμών, παύση των ιδιοκτησιακών καταστροφών στα παλαιστινιακά εδάφη και το συντονισμό των παλαιστινιακών δραστηριοτήτων με σκοπό την κυριαρχία στα σώματα ασφάλειας. Επίσης, θεωρεί ότι η εδραίωση βιώσιμης λύσης στο Παλαιστινιακό δεν είναι αποκλειστικά διπλωματική υπόθεση, αλλά βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ποιοτική αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου στα παλαιστινιακά εδάφη.
Η ομάδα πάντως του γερουσιαστή Μίτσελ εκτιμάται ότι θέτει ως προτεραιότητα τη συνομολόγηση ειρηνευτικής συμφωνίας ανάμεσα σε Ισραήλ και Συρία, γεγονός που μπορεί να αλλάξει το στρατηγικό χάρτη της περιοχής. Ειδικότερα, σημαντικό τμήμα του πολιτικού κόσμου στο Ισραήλ με προεξέχων το κυβερνητικό κόμμα Λικούντ εκτιμά ότι η επίτευξη συμφωνίας με τη Συρία είναι σε θέση να μεταβάλλει τη στρατηγική θέση του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων. Αυτή η εκτίμηση βασίζεται στη στρατηγική σπουδαιότητα που αποδίδει η Συρία στην αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από τα Υψώματα του Γκολάν και το Ορος Χερμώνα[6].
Στην περίπτωση της Ισραηλινό-συριακής ειρηνευτικής συμφωνίας, είναι προφανής η αυτόματη μείωση της διαπραγματευτικής ευελιξίας της παλαιστινιακής πλευράς, η οποία είναι πιθανό να μεταφραστεί σε επ’ αόριστο αναβολή της επίλυσης της Παλαιστινιακής υπόθεσης. Όπως επίσης, είναι πιθανό να τεθούν σε εκκίνηση, στους κόλπους της παλαιστινιακής κοινότητας, διαδικασίες πλήρους αποτίναξης του στρατιωτικού σκέλους ισλαμικών οργανώσεων, επιτρέποντας τη μετεξέλιξή τους σε αμιγώς πολιτικές ομάδες. Επί παραδείγματι, η συντελεσθείσα το 1999, λίγο πριν την έναρξη των συρο-ισραηλινών συνομιλιών στην αμερικανική πόλη Shepherdstown, πάταξη της ισλαμικής οργάνωσης Χαμάς, με τη σύλληψη και απέλαση στο Κατάρ ηγετικών μελών της και το κλείσιμο των γραφείων που διατηρούσε στην ιορδανική πρωτεύουσα Αμμάν, εντάχθηκε στους κόλπους της συγκεκριμένης στρατιωτικής «αποδυνάμωσης» ισλαμικών ομάδων και υπήρξε απόρροια σύμπραξης της Συρίας με την ιορδανική κυβέρνηση[7].
Η ειρηνευτική επαναπροσέγγιση Συρίας-Ισραήλ διαθέτει στέρεες βάσεις, και επιχειρήθηκε με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον και το μεσολαβητικό ρόλο της Τουρκίας στη διάρκεια της πρόσφατης διετίας, δεδομένης:
(1) Της απλότητας του χαρακτήρα της διένεξης. Πρόκειται ουσιαστικά περί συνοριακής διευθέτησης, η οποία μεταφράζεται σε ισραηλινή εδαφική αποχώρηση από τα Υψώματα του Γκολάν και το Ορος Χερμώνα.
(2) Της έλλειψης ισραηλινών πολιτικών αντιδράσεων. Η επανέναρξη των συνομιλιών φαίνεται να διαθέτει τη στήριξη και την αποδοχή του πολιτικού κόσμου του Ισραήλ.
(3) Της στρατηγικής διάστασης της επίλυσης. Αντιπροσωπευτικοί λόγοι που πκαθιστούν επιβεβλημένη την εδραίωση ειρήνης με τη Δαμασκό επικεντρώνονται στη δραστική μείωση των πιθανοτήτων περιφερειακής στρατιωτικής αναμέτρησης, το άνοιγμα των σχέσεων Συρίας-ΗΠΑ, και την επιτάχυνση των διαδικασιών προσέγγισης του Ιράν.
Οι διεξοδικοί λόγοι που καθιστούν χρήσιμη χρονικά την επανέναρξη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε Συρία και Ισραήλ είναι προφανείς. Για τη συριακή πλευρά:
Η στρατιωτική υπεροχή του Ισραήλ στην περιοχή εκπορεύεται από την ιδιαίτερη σχέση που διατηρεί με τις ΗΠΑ. Η υπογραφή ειρηνευτικής συμφωνίας αυξάνει τις συριακές προσδοκίες για αμερικανική συνδρομή στον εκσυγχρονισμό του πεπαλαιωμένου σοβιετικού οπλοστασίου της χώρας.
Για την ισραηλινή πλευρά:
Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η Συρία και ο Λίβανος λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Ως εκ τούτου, η συνομολόγηση της ειρήνης με τη Συρία αναμένεται να οδηγήσει σε συμφωνία και με τον Λίβανο.
Η ολοκλήρωση του κύκλου της ειρηνευτικής διαδικασίας με τη Συρία έστω και αν εκκρεμεί η Παλαιστινιακή υπόθεση, θα σημάνει τη διασφάλιση διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων στα βόρεια και τα βορειοανατολικά του Ισραήλ, ενώ επίσης αναμένεται να ευνοηθεί η πλήρης ενεργοποίηση των υπογραφεισών συμφωνιών με τις Αίγυπτο και Ιορδανία.
Η προσέγγιση Συρίας-Ισραήλ διαθέτει στέρεα βάση καθώς η ισραηλινή πλευρά στήριξε στο πρόσφατο παρελθόν με επίσημα έγγραφα την αρχή της «πλήρους εδαφικής αποχώρησης» από τα Υψώματα του Γκολάν και επιστροφής στις συνοριακές γραμμές της 4ης Ιουνίου 1967. Ιδιαίτερης αναφοράς αξίζει ο μεσολαβητικός ρόλος που επιχείρησε ο Αμερικανός μεγιστάνας Ρον Λόντερ[8], ανάμεσα στον εκλιπόντα Σύριο πρόεδρο Χάφεζ αλ-Ασαντ και τον τότε αλλά και νυν Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενζαμίν Νετανυάχου, υποβάλλοντας στη συριακή πλευρά έγγραφο με τίτλο: «Λόντερ εν Ονόματι του Ισραηλινού Πρωθυπουργού» το οποίο περιλάμβανε πρόταση για οροθέτηση των διακρατικών συνόρων στη βάση των γεωγραφικών ορίων της 4ης Ιουνίου 1967.[9]
Α) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ
Οι διαπραγματεύσεις Συρίας-Ισραήλ με τη μεσολάβηση της Τουρκίας και την υψηλή εποπτεία των ΗΠΑ εκτιμάται ότι συντελέσθηκαν στη βάση της ατζέντας που είχε συσταθεί για το δεύτερο γύρο των συνομιλιών που διεξήχθησαν στην αμερικανική πόλη Shepherdstown τον Ιανουάριο 2000. Σε αυτή την ατζέντα περιλαμβάνονται θέματα που βρίσκονται στον πυρήνα των διαφορών Συρίας-Ισραήλ και σχετίζονται με τη ρύθμιση θεμάτων ασφάλειας, την τύχη των ισραηλινών εποίκων στα Υψώματα του Γκολάν και των αιχμάλωτων πολέμου, την οροθέτηση των συνόρων, καθώς και κάποιων νέων στοιχείων-παραμέτρων, όπως η οργάνωση Χεζμπολάχ και τα αγροκτήματα Σέμπαα[10].
Συγκεκριμένα, οι δύο χώρες έχουν ήδη διαπραγματευτεί τη σταδιακή αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τα Υψώματα του Γκολάν στη διάρκεια χρονικής περιόδου με ανώτατο όριο τα δυόμισι έτη. Στον τομέα της στρατιωτικής ασφάλειας, η Συρία έχει άρει την αρχική της αντίρρηση στη διατήρηση του σταθμού παρακολούθησης και ελέγχου που βρίσκεται στο όρος Χερμώνα υπό την προϋπόθεση ότι Αμερικανοί στρατιώτες θα αντικαταστήσουν τους Ισραηλινούς. Επί πλέον, έχει αναγνωριστεί η αναγκαιότητα για αμοιβαία δημιουργία αποστρατικοποιημένων ζωνών προς αντιστάθμιση της απώλειας του στρατηγικού βάθους κυρίως της ισραηλινής πλευράς. Ειδικότερα, το Ισραήλ απαιτεί τη δημιουργία τριών αποστρατικοποιημένων ζωνών. Η πρώτη καλείται να καλύψει ολόκληρο το Γκολάν, η δεύτερη ζώνη που αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης έχει προταθεί να εκτείνεται μέχρι τη Δαμασκό, απαλλαγμένη από τεθωρακισμένα, πυροβολικό μακράς εμβέλειας και πυραύλους εδάφους-αέρος ώστε να διασφαλιστεί η αδυναμία της Συρίας να εξαπολύσει ξαφνική επίθεση εναντίον του Ισραήλ. Η τρίτη ζώνη έχει προταθεί να εκτείνεται στα βόρεια της Δαμασκού, ενώ το Ισραήλ έχει αποδεχθεί την, από μέρους του, αποστρατικοποίηση καθορισμένης λωρίδας κατά μήκος των υπό διαμόρφωση νέων συνόρων.
Αναφορικά με το ζήτημα ρύθμισης του καθεστώτος των 17 χιλιάδων Εβραίων εποίκων που διαμένουν στα υψώματα του Γκολάν, υπάρχει διάσταση απόψεων. Η ισραηλινή πλευρά διατυπώνει την πάγια θέση της η οποία υποστηρίζει το δικαίωμα των εποίκων να παραμείνουν στα συριακά υψώματα μετά την αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας. Σε διαφορετική περίπτωση, το Ισραήλ έχει αποσαφηνίσει ότι η αμερικανική πλευρά θα κληθεί να καλύψει το κόστος ενδεχόμενης μετεγκατάστασής τους στο κράτος του Ισραήλ, το οποίο ανέρχεται, σύμφωνα με σχετική μελέτη σε μισό εκατ. δολάρια ανά έποικο, συνολικό ποσό 10 δισ. δολαρίων για αποζημίωση και επιπλέον 8 δισ. δολαρίων που αντιστοιχούν στο κόστος μετακίνησης των υφιστάμενων στρατιωτικών βάσεων. Για τη συριακή ηγεσία, η διευθέτηση της υπόθεσης είναι απλή καθώς σύμφωνα με τις επιταγές του διεθνούς δικαίου και συγκεκριμένα της 4ης Σύμβασης της Γενεύης, οι Ισραηλινοί έποικοι βρίσκονται παράνομα στα κατεχόμενα υψώματα του Γκολάν και κατά συνέπεια καλούνται να τα εγκαταλείψουν.
Σχετικά με την ευαίσθητη υπόθεση των αιχμαλώτων πολέμου, η ισραηλινή πλευρά απαιτεί, στο πλαίσιο της αμοιβαίας οικοδόμησης εμπιστοσύνης, την επιστροφή της σωρού του στρατιώτη Eli Cohen αλλά και την παροχή πληροφοριών για την τύχη των Zacharia Baumel, Zvi Feldman, Yehuda Katz καθώς και του κυβερνήτη της πολεμικής αεροπορίας Ron Arad ο οποίος εικάζεται ότι έχει παραδοθεί από τις συριακές αρχές στο Ιράν.
Μείζων ζήτημα στη διαπραγμάτευση συνιστά αναμφισβήτητα η διευθέτηση των διακρατικών συνόρων σε συνάρτηση με τη διαχείριση των υδατίνων πόρων που υπάρχουν σε αυτά, και αποτέλεσε μάλιστα τον κύριο λόγο που οι τελευταίες διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο. Συγκεκριμένα, η ισραηλινή πλευρά αρνείται να ικανοποιήσει τη συριακή απαίτηση για γραπτή δέσμευση που να αποσαφηνίζει την αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων στα όρια των συνόρων του 1967 και αντ’ αυτού αποδέχεται την αποχώρηση στα γεωγραφικά σύνορα του 1923– αν και η εν λόγω αρχή είχε γίνει αποδεκτή ως βασική προϋπόθεση επανέναρξης των συνομιλιών – στη βάση της λογικής ότι οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση επί του θέματος οφείλει προηγουμένως να λάβει υπόψη της και να επιλύσει ζητήματα μείζονος επιχειρησιακού ενδιαφέροντος, όπως της κατανομής των υδατίνων πόρων.
Το Ισραήλ επιδιώκει πραγματική ειρήνη με τη Συρία και εμφανίζεται έτοιμο να αποδεχθεί σημαντική συριακή επιρροή στα πολιτικά δρώμενα του Λιβάνου, καθώς η εναλλακτική επιλογή που συνιστά αυτή τη στιγμή χρονικά τουλάχιστο το εφιαλτικό σενάριο για το Τελ Αβίβ είναι η ιρανική κυριαρχία στον γειτονικό Λίβανο.
Επίσης έχει τεθεί στο τραπέζι των συνομιλιών το ζήτημα της επιστροφής των αγροκτημάτων Σέμπαα. Το Ισραήλ δεν φαίνεται πρόθυμο να αποχωρήσει από τα αγροκτήματα Σέμπαα ως μέρος της απόφασης 1701 αλλά ως μέρος μίας συμφωνίας με τη Δαμασκό, και τούτο διότι με βάση προηγούμενη απόφαση του ΟΗΕ τα αγροκτήματα βρίσκονται υπό την συριακή και όχι την λιβανέζικη εθνική κυριαρχία. Κατά συνέπεια διεξάγεται στο παρασκήνιο διεξοδική συζήτηση για το καθεστώς που διέπει τα αγροκτήματα και την εξεύρεση πιθανής συμβιβαστικής λύσης. Ειδικότερα η ισραηλινή πλευρά θεωρεί ότι το ζήτημα των αγροκτημάτων Σέμπαα θα μπορούσε να διευθετηθεί στη βάση του μοντέλου που παρέχει η συμφωνία ειρήνης Ισραήλ-Ιορδανίας. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, μπορεί να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα στις έννοιες της εθνικής κυριαρχίας και της ιδιοκτησίας κατά τρόπο που μπορεί το Ισραήλ να αναγνωρίσει και να αποδώσει την εθνική κυριαρχία επί του εδάφους (σσ. αγροκτήματα Σέμπαα) σε ένα κράτος (σσ. Συρία) και να αποδώσει την ιδιοκτησία του εδάφους σε άλλο κράτος (σσ. Λίβανος).
Β) ΣΕ ΤΙ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ Ο ΜΕΣΟΛΑΒΗΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Η επιλογή της Τουρκίας από το Ισραήλ με τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ, για την απόδοση ρόλου μεσολάβησης για την πραγματοποίηση συνομιλιών ανάμεσα σε Συρία και Ισραήλ με σκοπό την συνομολόγηση ειρηνευτικής συμφωνίας των δύο ωρών, εκτιμάται ότι έγινε για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Οι πιο αντιπροσωπευτικοί αφορούν κυρίως στην εξάλειψη των τουρκικών ανησυχιών περί πιθανής διατάραξης της υπάρχουσας ισορροπίας δυνάμεων στους κόλπους του μεσανατολικού συστήματος ασφάλειας σε βάρος της Άγκυρας. Ενδεικτικά, οι τουρκικές ανησυχίες συνίστανται στην πιθανή διευθέτηση ζητημάτων, όπως της ασφάλειας και της κατανομής υδατίνων πόρων στο πλαίσιο πιθανής συρο-ισραηλινής ειρηνευτικής συμφωνίας κατά τρόπο που θα αγνοούνται τα τουρκικά συμφέροντα, καθώς και επίτευξης άτυπης συμφωνίας που να ευνοεί τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ κατά τρόπο που να ενθαρρύνει αποσχιστικές τάσεις στο εσωτερικό της.
Αξίζει να αναφερθεί ότι οι σχέσεις Συρίας-Τουρκίας υπήρξαν ανταγωνιστικές στο πρόσφατο παρελθόν, γεγονός που «εξετίμησε» δεόντως η ισραηλινή πλευρά. Επί παραδείγματι, οι διαπραγματεύσεις Ισραήλ-Συρίας που διεξήχθησαν την περίοδο Δεκεμβρίου 1995-Ιανουαρίου 1996 υπήρξαν ένας από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στη συνομολόγηση της τουρκο-ισραηλινής συμφωνίας για στρατιωτική συνεργασία τον Φεβρουάριο 1996. Η ισραηλινή πλευρά αρχικά τότε προτίθετο να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική συμφωνία με την Τουρκία ως εργαλείο άσκησης πιέσεων για την επανέναρξη των συνομιλιών με την Συρία που είχαν διακοπεί[11].
Η επανέναρξη των συνομιλιών Συρίας-Ισραήλ έχει αποσπάσει τη στήριξη της Άγκυρας καθόσον στο μεσοδιάστημα που προηγήθηκε της πραγματοποίησής τους, οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Συρία απόκτησαν τροχιά θεαματικής ανάπτυξης. Ενδεικτική της νέας φάσης στις σχέσεις Τουρκίας-Συρίας είναι η υπογραφή στρατιωτικής συμφωνίας τον Ιούνιο 2002, συμφωνίας στον τομέα ασφάλειας-συλλογής πληροφοριών το 2003, καθώς και η επίσκεψη του Σύριου Προέδρου Άσαντ στην Άγκυρα τον Ιανουάριο 2004 ο οποίος υπήρξε ο πρώτος Σύριος πρόεδρος που επισκέφθηκε την Τουρκία αφότου η Δαμασκός απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1946. Η επίσκεψη μάλιστα κατέληξε σε συμφωνίες που αφορούν στην καταστροφή των ναρκών ξηράς που έχουν αποτεθεί κατά μήκος των κοινών διακρατικών συνόρων, τη δημιουργία εμπορικών κέντρων σε συνοριακές επαρχίες, το άνοιγμα συριακού προξενείου στην νοτιοανατολική επαρχία Gaziantep, και την κατασκευή οργανικών αγροτικών επιχειρήσεων, ενώ υπογράφηκαν πρωτόκολλα για το εμπόριο και τον τουρισμό[12].
Ζήτημα επισταμένης τουρκικής παρακολούθησης στο πλαίσιο των συρο-ισραηλινών συνομιλιών παγίως αποτελεί η κατανομή των υδατίνων πόρων. Και τούτο διότι η ισραηλινή αποχώρηση από τα Υψώματα του Γκολάν στα γεωγραφικά όρια του 1967, εμφαίνει αυτόματα τη συριακή πρόσβαση στις ανατολικές ακτές της λίμνης Τιβεριάδας, την οποία το Ισραήλ εκλαμβάνει ως δεξαμενή στρατηγικής φύσης και απορρίπτει οποιαδήποτε πιθανότητα συριακής συμμετοχής στον έλεγχο των υδατίνων πόρων της.
Σε αντιστάθμιση της εν λόγω συριακής απώλειας, το Ισραήλ έχει επανηλειμμένα θέσει στο πλαίσιο διμερών και πολυμερών συνομιλιών, το ζήτημα της απελευθέρωσης μεγαλύτερης ποσότητας υδάτων από τον Ευφράτη προς την Συρία. Ωστόσο, η τουρκική θέση για τη διευθέτηση του συγκεκριμένου ζητήματος βασίζεται σε διαφορετική βάση. Η εν λόγω θέση συνίσταται στην άντληση τουρκικού νερού έχοντας κατά νου δύο πλάνα μεταφοράς και πώλησης στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Τα σχέδια μεταφοράς τουρκικών υδάτων οραματίστηκε ο πρώην πρόεδρος της Τουρκίας, Τουργκούτ Οζάλ. Το πρώτο πλάνο, γνωστό ως Peace Water Project, βασίζεται στη συμφωνία του 1987 η οποία εστιάζει στην εκτέλεση ενός προγράμματος για την παροχή υδάτων στη μεσανατολική περιφέρεια συμπεριλαμβανομένου και του Ισραήλ, από τους τουρκικούς ποταμούς Seyhan και Ceyhan[13]. Το δεύτερο σχέδιο αφορά στην άντληση υδάτων από τον ποταμό Manavgat. Βασικό ζητούμενο της Αγκυρας εκτιμάται ότι εξακολουθεί να συνιστά η οικονομική εξάρτηση των κρατών της περιοχής, έχοντας ως απώτερο στόχο τη διασφάλιση της περιφερειακής σταθερότητας κατά τρόπο που να συνάδει με τα τουρκικά συμφέροντα[14] ((Βλέπε Χάρτης 3).
ΧΑΡΤΗΣ 3. ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΓΙΑ ΥΔΡΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΓΓΥΣ ΜΕΣΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Η επιλογή της Τουρκίας ως έντιμου μεσολαβητή ανάμεσα σε Συρία και Ισραήλ όχι μόνο επιβεβαιώνει την αναγνώριση πανταχόθεν της ύπαρξης τουρκικών συμφερόντων που είναι δυνατό να διακυβευθούν στο πλαίσιο συρό-ισραηλινής ειρηνευτικής συμφωνίας και άρα είναι απαραίτητο να ακουστεί ο λόγος της και να μπορεί να παρεμβαίνει οποτεδήποτε η ίδια επιθυμεί και σε οποιοδήποτε στάδιο των συνομιλιών. Κυρίως όμως επιβεβαιώνει την αναγνώριση της Άγκυρας πανταχόθεν ως μεσολαβητή ικανού να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο (major role) στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ρόλος ο οποίος σε κάθε περίπτωση προσδίδει το στίγμα της Τουρκίας και αναβαθμίζει το γεωπολιτικό της εκτόπισμα, με ό,τι πιθανώς αυτό να συνεπάγεται για τα ελληνικά συμφέροντα….
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] “CNN debunks False Report about Obama”, CNN International, January 23, 2007.
[2] “Barack Obama tells Muslims 'Americans are not your Enemy”, Telegraph (Daily), January 27, 2009.
[3] Ο ειδικός απεσταλμένος Μίτσελ πραγματοποίησε 7ήμερη περιοδεία, από την 28η Ιανουαρίου 2009 μέχρι και την 3η Φεβρουαρίου, ξεκινώντας από την Αίγυπτο για να ακολουθήσουν το Ισραήλ, η Δυτική Όχθη, η Ιορδανία, η Σαουδική Αραβία, η Γαλλία και η Βρετανία, με αρχικό ζητούμενο την καταγραφή των θέσεων της εκάστοτε πλευράς και την ενημέρωση της αμερικανικής προεδρίας. “Gaza Violence mars Mitchell Tour”, AlJazeeraNet, January 27, 2009.
[4] Τα κυριότερα σημεία της σαουδικής πρότασης ειρήνης εστιάζουν στην:
- Υιοθέτηση της απόφασης που λήφθηκε στο πλαίσιο της έκτακτης διάσκεψης κορυφής του Καΐρου το 1996, η οποία επέτασσε την εδραίωση ειρήνης στη Μέση Ανατολή συνεπεία εφαρμογής του διεθνούς δικαίου και ενεργούς εμπλοκής της εκάστοτε ισραηλινής κυβέρνησης σε πιθανές διαπραγματεύσεις.
- Αποδοχή της πρότασης ειρήνης η οποία βασίζεται -πέραν της εφαρμογής των αποφάσεων 242 και 338 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ- στις αρχές της Διάσκεψης της Μαδρίτης του 1991, στη φόρμουλα «land for peace», στη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους που θα έχει πρωτεύουσα τα Ιεροσόλυμα, και στην ομαλοποίηση των σχέσεων του αραβικού κόσμου με το κράτος του Ισραήλ.
- Βεβαιότητα ότι πιθανή αραβοϊσραηλινή στρατιωτική αναμέτρηση δεν πρόκειται να συνδράμει στην επίτευξη ειρήνης και ασφάλειας στην περιοχή.
- Εξεύρεση δίκαιης λύσης στο ζήτημα των Παλαιστινίων προσφύγων βάσει της απόφασης 194 του Συμβουλίου Ασφάλειας του ΟΗΕ.
Για περισσότερα, Βλέπε: “Text: Arab Peace Plan of 2002”, BBC News, March 22, 2005.
[5] UN Office for the Coordination of Humanitarian Affairs, «West Bank: Protection and Access”, The Humanitarian Monitor, No 34, January 2009.
[6] Frederic Hof, “A Practical Line: The Line of Withdrawal from Lebanon and its Potential Applicability to the Golan Heights”, Middle East Journal 55, no. 1 (Winter 2001): 25-42.
[7] Dona Stewart, Good Neighbourly Relations: Jordan, Israel and the 1994 - 2004 Peace Process, (New York: Tauris Academic Studies, 2007), p.p. 47-48
[8] Για το ρόλο του Ρον Λόντερ στις προσπάθειες προσέγγισης Ισραήλ-Συρίας, Βλέπε: Dennis Ross, The Missing Peace: The Inside Story of the Fight for Middle East Peace, (New York: Farrar, Straus and Giroux, 2004), p.p. 506-507 and 510-513.
[9] “The Road to Damascus: What Netanyahu almost gave Away”, The New Republic, July 5, 1999.
[10] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε, Israel-Syria Draft Peace Agreement: Clinton Plan, (Shepherdstown, W. VA, January 8, 2000). Επίσης, Akiva Eldar, “Exclusive: Full Text of Document Drafted During Secret Talks”, Ha’aretz, January 16, 1009
[11] Helena Cobban, The Israeli-Syrian Peace Talks: 1991-1996 and Beyond, (Washington: United States Institute of Peace, 1999).
[12] “Assad Becomes First Head of Syria to Visit Turkey”, Voice of America News, January 6, 2004.
[13] Bulent Kenes, “World Water Forum and Need for ‘Pax Water’ around Turkey”, Todays Zaman, March 16, 2009, in http://www.todayszaman.com/tz-web/yazarDetay.do?haberno=169712
[14] George Gruen, “Turkish Waters: Source of Regional Conflict or Catalyst for Peace?” Water, Air and Soil Pollution (Kluwer:the Netherlands 2000). Επίσης, Vidal, John. “Israeli ‘water for arms’ deal with Turkey,” The Guardian, January 6, 2004.
No comments:
Post a Comment