Wednesday, November 28, 2007



ANATOLIAN EAGLE

Τουρκικός «αετός» στην υπηρεσία της υπερδύναμης…

της Αντωνίας Δήμου,

Περιοδικό Στρατηγική, Τεύχος Οκτωβρίου 2007


Η τρέχουσα κρίση στις σχέσεις του Ιράν με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα, με αφορμή τις πυρηνικές φιλοδοξίες της Τεχεράνης, σε συνδυασμό με την επιτυχή εκτόξευση του ιρανικού βαλλιστικού πυραύλου Shahab-3 εμβέλειας 1.300 χλμ. ικανού να πλήξει το Ισραήλ, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, την Ανατολική Τουρκία και τα αμερικανικά στρατεύματα στην Σαουδική Αραβία, προσδίδει στην άσκηση «Αετός της Ανατολίας» κεντρικό ρόλο. Η διεξαγωγή της καταδεικνύει την αξία της Άγκυρας για την στρατηγική της Ουάσιγκτον, παρά τις τριβές στις διμερείς σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας.

Η αεροπορική συνεκπαίδευση με την ονομασία «Αετός της Ανατολίας» (Anatolian Eagle) είναι πολυεθνική άσκηση αέρος-εδάφους και αέρος-αέρος η οποία κατά κύριο λόγο διεξάγεται στο πεδίο βολής του Ικονίου στη Νοτιοανατολική Τουρκία. Το πεδίο βολής του Ικονίου διαθέτει συνολική έκταση 20.000 τ.μ. και βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από την 3η κύρια ομώνυμη αεροπορική βάση.

Η πρόσφατη Anatolian Eagle που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Ιούνιο (2007) και ήταν ανοικτή στις αεροπορικές δυνάμεις των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, περιλάμβανε Τούρκους αεροπόρους και αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου του ΝΑΤΟ καθώς και αεροσκάφη εναέριου ανεφοδιασμού που επαυξάνουν το επιχειρησιακό βεληνεκές των μαχητικών αεροσκαφών. Ταυτόχρονα, περιλήφθηκε η χρησιμοποίηση των Συστημάτων Σχεδιασμού Αερομαχιών (ACME). Πρόκειται για ισραηλινά συστήματα που αποκτήθηκαν σχετικά πρόσφατα από την τουρκική αεροπορία, τα οποία διαθέτουν την δυνατότητα ταυτόχρονης μεταφοράς εναέριων εικόνων από τα μαχητικά αεροσκάφη στα κέντρα επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, η 12ήμερη άσκηση προέβλεπε καθημερινές αποστολές 50 περίπου αεροσκαφών από την βάση του Ικονίου. Προσέφερε στους χειριστές των χωρών που μετείχαν στην άσκηση τη δυνατότητα διεξαγωγής αεροπορικών παιγνίων όπου σύμφωνα με Δελτίο Τύπου της τουρκικής Αεροπορίας (THK), οι Τούρκοι χειριστές που είχαν αναλάβει το ρόλο του «εχθρού» που υποδύονταν ότι πετούσαν με ρωσικής κατασκευής MiG-29 Fulcrums και Sukhoi Su-27 Flankers καθώς επίσης επεχείρησαν επιθέσεις αέρος-εδάφους και έβαλαν ενάντια σε αντιαεροπορικά συστήματα. Οι λοιπές χώρες που μετείχαν ήταν οι ΗΠΑ με 120 άνδρες, η Ιορδανία και το Πακιστάν. Αντικειμενικός σκοπός ήταν η διεξαγωγή και εκτέλεση δύο συνδυασμένων αεροπορικών επιχειρήσεων (Combined Air Operations - COMAO) ανά ημέρα. Η Γαλλία μετείχε με πέντε Mirage F1 CT από την μοίρα μαχητικών «Normandie-Niémen».

Η Ουάσιγκτον επιθυμεί τη συνεργασία της Τουρκίας αφενός για τον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων της ευρύτερης περιοχής, και αφετέρου για την προστασία των αμερικανικών στρατευμάτων που είναι ανεπτυγμένα στην Μέση Ανατολή, αλλά εμμέσως και του Ισραήλ.

Η πολυεθνής αεροπορική άσκηση «Αετός της Ανατολίας» διεξάγεται στα πρότυπα των -υψηλού επιπέδου- αμερικανικών συνεκπαιδεύσεων (ασκήσεων ετοιμότητας) με την επωνυμία «Ερυθρή Σημαία» (Red Flag) που πραγματοποιούνται στην έρημο της Νεβάδας. Οι Τούρκοι φιλοδοξούν το πεδίο βολής του Ικονίου να αναδειχθεί σε διεθνές εκπαιδευτικό κέντρο, το τρίτο μεγαλύτερο στον κόσμο έπειτα από το πεδίο Goosebay του Καναδά και αυτό της Νεβάδας στις ΗΠΑ. Η συγκεκριμένη τοποθεσία έχει προεπιλεγεί ως πεδίο διεξαγωγής αεροπορικών ασκήσεων, αλλά και ως εικονικό πεδίο μάχης το οποίο έχει ήδη τεθεί σε πλήρη επιχειρησιακή λειτουργία από το 2004, οπότε και ολοκληρώθηκαν η εγκατάσταση αντιαεροπορικών συστημάτων, συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης, καθώς και η κατασκευή των πεδίων βολής. Ο τουρκικός στρατιωτικός μηχανισμός έχει εντάξει και μια «επιχειρηματική» διάσταση στο σχεδιασμό της αξιοποίησής του: επιδιώκει την απόσπαση οικονομικού οφέλους συνολικού ύψους 40 εκατ. δολαρίων, σε κάθε άσκηση, ως αντίτιμο για την εκπαίδευση των χειριστών μαχητικών αεροσκαφών από χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ αλλά και φιλικά περιφερειακά κράτη.

Στη διάρκεια των ασκήσεων, κέντρο επιχειρήσεων που δημιουργείται ad hoc στο πεδίο του Ικονίου κατευθύνει τις επιχειρήσεις μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών. Μεταξύ άλλων, το κέντρο επιχειρήσεων αποστέλλει απροειδοποίητα εικονικά σήματα εκτόξευσης βαλλιστικών πυραύλων, ώστε να καταστεί εφικτός ο έλεγχος των συστημάτων εντοπισμού της απειλής σε πραγματικό χρόνο και να τεθεί σε λειτουργία η αντιβαλλιστική άμυνα. Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η συνολική λειτουργία του κέντρου επιχειρήσεων κατορθώνει να διατηρεί και τους χειριστές των αεροσκαφών των κρατών που μετέχουν στην άσκηση σε συνεχή μαχητική ετοιμότητα.

Στα αεροπορικά παίγνια συμπεριλαμβάνονται ασκήσεις βομβαρδισμού και αντιμετώπιση εχθρικών δυνάμεων με εικονικούς πυραύλους εδάφους-αέρος. Τα σενάρια της άσκησης προβλέπουν την εκτόξευση πυραύλων από κράτη όπως η Συρία, το Ιράκ και το Ιράν, οι οποίοι εντοπίζονται από ραντάρ και στη συνέχεια αναχαιτίζονται και καταστρέφονται εικονικά από αντιπυραυλικά συστήματα όπως το Arrrow ΙΙ, κατά την αρχική φάση εκτόξευσης (boost phase). Πρόκειται ουσιαστικά για την απτή εφαρμογή του αμερικανικού προγράμματος της αντιπυραυλικής άμυνας (NMD-National Missile Defense). Οι αεροπορικές εμπλοκές που διεξάγονται καταγράφονται σε μαγνητική ταινία ώστε μετά το πέρας των ασκήσεων οι χειριστές των αεροσκαφών αφενός να εντοπίσουν τα επιχειρησιακά τους σφάλματα, και αφετέρου να μελετήσουν τους υφιστάμενους και να προτείνουν νέους τακτικούς ελιγμούς, οι οποίοι σε πραγματικές συνθήκες πολέμου μπορούν να αυξήσουν την επιβιωσιμότητα (surveivability) των μαχητικών αεροσκαφών σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις.

Αντιπυραυλική άμυνα (NMD)

Η αεροπορική άσκηση «Αετός της Ανατολίας» αποτελεί την επεξεργασία και επαλήθευση του θεωρητικού μοντέλου στο οποίο βασίζεται η υλοποίηση του αμερικανικού προγράμματος της αντιπυραυλικής άμυνας (NMD). Ο πυρήνας του δόγματος της αντιπυραυλικής άμυνας επικεντρώνεται στην ύπαρξη νέου στρατηγικού περιβάλλοντος το οποίο επιτάσσει την συνδυασμένη έρευνα και ανάπτυξη συστημάτων αναχαίτισης βαλλιστικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, με σκοπό το δραστικό περιορισμό της απειλής που συνιστά η ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής (WMD) στη νατοϊκή περιφέρεια.

Η αντιπυραυλική άμυνα έχει ήδη προσλάβει περιφερειακή διάσταση στο πλαίσιο της οποίας ενσωματώνονται το Ισραήλ, η Τουρκία, ΝΑΤΟϊκά και μουσουλμανικά περιφερειακά κράτη, υπό την εποπτεία της Ουάσιγκτον. Η πολυεθνής συνεργασία στο αντιπυραυλικό πρόγραμμα αποτυπώνεται σε μία σειρά γεγονότων όπως στη συγκατάθεση του τουρκικού στρατιωτικού μηχανισμού να τοποθετηθούν οι «απαραίτητες» εγκαταστάσεις στο έδαφος της Τουρκίας, και την ενίσχυση της τουρκικής αεράμυνας με συστήματα Patriot (PAC-3) που διαθέτει αντιβαλλιστικές δυνατότητες. Ταυτόχρονα, επανέρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα απόκτησης από την Άγκυρα του αντιβαλλιστικού συστήματος Arrow ΙΙ με τη μεσολάβηση του Ισραήλ, καθώς το εν λόγω σύστημα, προϊόν αμερικανοϊσραηλινής συμπαραγωγής, υπόκειται στις αμερικανικές περιοριστικές διατάξεις που απαγορεύουν τη μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας σε τρίτες χώρες. Το συγκεκριμένο θέμα αποτελεί προτεραιότητα στην ατζέντα των περιοδικών συνομιλιών των στρατιωτικών μηχανισμών Τουρκίας-Ισραήλ και στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται η δημιουργία κοινής αντιπυραυλικής ομπρέλας με έδρα την τουρκική επικράτεια, η οποία προτείνεται να ενσωματώσει το αντιβαλλιστικό σύστημα Arrow ΙΙ, επωφελούμενη από το ισχυρό ραντάρ του συστήματος, το Green Pine.

Η περιφερειακή διάσταση

Η σπουδαιότητα που αποδίδεται στις αεροπορικές συνεκπαιδεύσεις «Αετός της Ανατολίας» αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα λόγω της διατυπωμένης πρόθεσης ίδρυσης Περιφερειακού Κέντρου Επιχειρησιακής Ετοιμότητας στην Νοτιοανατολική Τουρκία, το οποίο μπορεί να συνδράμει στην υλοποίηση ποικίλων αμερικανικών σχεδιασμών που αφορούν στην περιοχή. Ειδικότερα, η αεροπορική βάση του Ικονίου εκτιμάται ότι καταλαμβάνει κομβικό ρόλο τους σχεδιασμούς του αμερικανικού Πενταγώνου, καθώς μπορεί δυνητικά να χρησιμοποιηθεί παράλληλα με την αντίστοιχη βάση στο Ιντσιρλίκ ως βάση για μελλοντικές αεροπορικές επιχειρήσεις σε κράτη, όπως το Ιράν. Όλα αυτά ωστόσο τελούν υπό την αίρεση της εκάστοτε πολιτικής-διπλωματικής συγκυρίας, η οποία σήμερα διαφέρει κατά πολύ από την αντίστοιχη του 2001 και του 2002.

Η συγκεκριμένη άσκηση έχει ήδη διασπάσει τη «εκτεταμένη Μέση Ανατολή» (από τις ακτές της Βόρειας Αφρικής μέχρι το Πακιστάν) σε δύο μέτωπα: η πρώτη «σκληροπυρηνική» ομάδα κρατών αποτελείται από το Ιράν και τη Ρωσία, ενώ η δεύτερη θεωρούμενη ως «μετριοπαθής» ομάδα περιλαμβάνει χώρες όπως η Ιορδανία και το Πακιστάν (μετριοπαθές ως προς την αντιμετώπιση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον). Από την σκληροπυρηνική ομάδα, η Ρωσία ως καθοριστικός συντελεστής της εξίσωσης ασφαλείας στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου προσεγγίζει την προοπτική οικοδόμησης περιφερειακού συστήματος αντιβαλλιστικής άμυνας με ιδιαίτερο σκεπτικισμό, καθόσον η γεωγραφική εγγύτητα της Μόσχας με την Άγκυρα απειλεί να θέσει την πρώτη υπό τον «έλεγχο» της Τουρκίας και των ΗΠΑ. Ο ρωσικός παράγοντας επεδίωκε, αλλά δεν πέτυχε, την ενσωμάτωση του ζητήματος της αντιπυραυλικής άμυνας στο πλαίσιο του Δομικού Μηχανισμού Διαβουλεύσεων (SCM), η σύσταση του οποίου αποφασίστηκε στην διάρκεια της επίσκεψης του τότε Ρώσου ΥΠΕΞ Ιγκόρ Ιβάνοφ που πραγματοποιήθηκε στην Άγκυρα τον Ιούνιο 2001. Η ρωσική πλευρά αποσκοπούσε ουσιαστικά στην προσέγγιση του θέματος της αντιβαλλιστικής άμυνας ως του τμήματς ενός ευρύτερου διαλόγου που θα συμπεριλάμβανε ζητήματα περιφερειακού ενδιαφέροντος με ιδιαίτερη έμφαση στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Η προώθηση του αμερικανικού προγράμματος αντιπυραυλικής άμυνας άνευ ουσιαστικών διαβουλεύσεων με τη ρωσική πλευρά έχει προκαλέσει αναπόφευκτα την αντίδραση της Μόσχας που επανακάμπτει στο διεθνές προσκήνιο κάνοντας ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία της και στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Από την μετριοπαθή πτέρυγα, η Ιορδανία συνιστά την «αραβική προέκταση» της περιφερειακής σύμπραξης Τουρκίας-ΗΠΑ. Η στάση του Αμάν στο ζήτημα της ανάπτυξης του αμερικανικού προγράμματος αντιπυραυλικής άμυνας και της διεξαγωγής της πολυεθνικής αεροπορικής άσκησης εμφανίζεται ιδιαίτερα θετική. Και τούτο διότι η Ιορδανία αποτελεί ενεργό μέλος της ευρύτερης πολιτικής «security for peace» που εφαρμόστηκε η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, την ενεργό στήριξη της Ουάσιγκτον για την απόκτηση αεροσκαφών F-16, συστημάτων αντιαεροπορικής άμυνας καθώς και εξοπλισμού χημικής και βιολογικής προστασίας, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζεται η προσφορά του Τελ Αβίβ για την αεροπορική κάλυψη του Αμάν με το προηγμένο αντιβαλλιστικό σύστημα Arrow II που διαθέτει.

Η ιστορία της άσκησης

Η άσκηση πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά την περίοδο 16-29 Ιουνίου 2001 με τη συμμετοχή της Τουρκίας, του Ισραήλ και των ΗΠΑ. Στη διάρκεια των συνεκπαιδεύσεων «Αετός της Ανατολίας Ι», η αμερικανική παρουσία αποτυπώθηκε με τη συμμετοχή αεροσκαφών F-16 τα οποία εδρεύουν στην τουρκική βάση του Ιντσιρλίκ (Incirlik), αεροσκαφών F-16CJs της 22ης Πολεμικής Αεροπορικής Μοίρας, αξιωματούχων της 37ης Μοίρας Αερομεταφορών καθώς και του Πεδίου Πολυγωνικού Ηλεκτρονικού Πολέμου (Polygon Electronic Warfare Range) με έδρα την βάση Ραμστάιν (Ramstein) στη Γερμανία, αλλά και της 4ης Ομάδας Υποστήριξης Αεροπορικών Επιχειρήσεων που εδρεύει στην Χαϊδελβέργη της ίδιας χώρας.

Αρχικά, η άσκηση διεξαγόταν μία φορά το χρόνο. Τα κίνητρα της τριμερούς τότε αεροπορικής συνεκπαίδευσης, μερικά εκ των οποίων εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα, συνοψίζονται:
1. Στην οικοδόμηση συστήματος ασφάλειας το οποίο επιδιωκόταν να θέσει την περιοχή της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου υπό την σφαίρα επιρροής της Τουρκίας, του Ισραήλ και των ΗΠΑ με σκοπό την γεωπολιτική κυριαρχία, περιορίζοντας δραστικά τον ρόλο της Ρωσίας και του Ιράν σε αυτή.
2. Στην ανάδειξη της Άγκυρας σε περιφερειακό κέντρο για την αποτροπή της εκτόξευσης ή την αντιμετώπιση βαλλιστικών πυραύλων μακρού βεληνεκούς, καθόσον στο πλαίσιο της αμερικανικής «αντιπυραυλικής στρατηγικής», η Τουρκία αποτελεί το ανατολικό άκρο της βορειοατλαντικής συμμαχίας (ΝΑΤΟ) στο σταυροδρόμι της Μέσης Ανατολής, της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου.
3. Στην ισραηλινή πρόσκτηση στρατηγικού βάθους, καθώς ο τουρκικός εναέριος χώρος εκλαμβάνεται ως η ανύπαρκτη ενδοχώρα του Τελ Αβίβ με δυνατότητα χρήσης των αεροπορικών βάσεων Ικονίου και Ιντσιρλίκ. Χαρακτηριστική είναι η αποστολή και συμμετοχή ισραηλινών αεροσκαφών F-15 και F-16 σε μηνιαίες εκπαιδευτικές ασκήσεις που πραγματοποιούνται στις προαναφερθείσες βάσεις.
4. Στην προώθηση της εμπορικής στρατηγικής των ΗΠΑ για την προμήθεια αμερικανικών οπλικών συστημάτων με τη μεσολάβηση του Ισραήλ, την ανταλλαγή στρατιωτικών πληροφοριών καθώς και τη συνεκμετάλλευση προηγμένων συστημάτων ηλεκτρονικής κατασκοπείας.
5. Στην αποστολή μηνύματος με αποδέκτες περιφερειακά αραβικά κράτη όπως ο Λίβανος και η Ιορδανία είτε για τη σταδιακή είτε για την πλήρη ενσωμάτωσή τους στον τριεθνή «συνεταιρισμό», ο οποίος προβάλλονταν επικοινωνιακά και ως πολυεπίπεδη σχέση του Ισραήλ, με ένα μη-αραβικό αλλά σε κάθε περίπτωση μουσουλμανικό κράτος, δηλαδή την Τουρκία.

Από το 2002 και εντεύθεν, η αεροπορική άσκηση «Αετός της Ανατολίας» άλλαξε τον τριεθνή της χαρακτήρα εντασσόμενη στον εκπαιδευτικό προγραμματισμό του ΝΑΤΟ, και πραγματοποιείται δύο φορές ετησίως και σε κομβικές για την ευρύτερη περιοχή περιόδους, χωρίς μάλιστα κάποιες φορές την ενεργό συμμετοχή του Ισραήλ. Ενδεικτική είναι η άσκηση «Αετός της Ανατολίας ΙΙΙ» που διεξήχθη το διάστημα 7-28 Οκτωβρίου 2002 με τη συμμετοχή της Βρετανίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) και εντάχθηκε στο πλαίσιο των τότε αμερικανικών στρατιωτικών προετοιμασιών για την εισβολή στο Ιράκ.

Το «ανεπιθύμητο» Ισραήλ

Ο αποκλεισμός του Τελ Αβίβ αποδίδεται στις έντονες πιέσεις που δέχθηκαν και εξακολουθούν να δέχονται οι ΗΠΑ και η Τουρκία τόσο από κράτη της Μέσης Ανατολής όσο και από το εσωτερικό τους μέτωπο. Δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά σε μία περίοδο κατά την οποία το ισραηλινο-παλαιστινιακό αδιέξοδο έχει κορυφωθεί. Η συγκεκριμένη αλλαγή μάλιστα στον χαρακτήρα της άσκησης, όπου το Ισραήλ παρότι δεν μετέχει ενεργά συνήθως συμμετέχει με το καθεστώς του παρατηρητή, αποτέλεσε απόσταγμα των θέσεων τόσο του τουρκικού Επιτελείου Στρατού όσο και του υπουργείου Εξωτερικών (ΥΠΕΞ). Το τουρκικό ΥΠΕΞ εξαρχής θεωρούσε ότι η ένταξη της Άγκυρας στο αντιπυραυλικό πρόγραμμα θα έπρεπε να προχωρήσει στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ απορρίπτοντας την ισραηλινή πρόταση για τη δημιουργία κοινής τριεθνούς αντιβαλλιστικής ομπρέλας. Η θέση του τουρκικού ΥΠΕΞ καθορίστηκε με γνώμονα τη συνεχή βελτίωση στις διμερείς σχέσεις της Άγκυρας με γειτονικά κράτη όπως η Συρία, τα οποία αντιλαμβάνονταν το πρόγραμμα ως ανοικτή πρόκληση και εν δυνάμει απειλή που στρέφονταν ενάντια στα εθνικά τους συμφέροντα.

Ταυτόχρονα, το τουρκικό Γενικό Επιτελείο θεωρούσε αναπόφευκτη όσο και απαραίτητη την ενεργό σύμπραξη της Άγκυρας τόσο με το Τελ Αβίβ όσο και με περιφερειακές μουσουλμανικές χώρες, παράλληλα με τη συνεργασία με τις Συμμαχικές χώρες, καθόσον θεωρεί ότι περιβάλλεται από εν δυνάμει εχθρικά κράτη όπως το Ιράν το οποίο βρίσκεται στο στάδιο της παραγωγής πυραύλων Shahab-3 με δυνατότητα εξέλιξής τους σε διηπειρωτικούς πυραύλους, καθώς και στο στάδιο της έρευνας και ανάπτυξης η οποία μπορεί να οδηγήσει την Τεχεράνη στην παραγωγή μη συμβατικών όπλων το αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα.

Tuesday, November 27, 2007


Emerging Structural Changes
in the Eastern Mediterranean:
The Greece-Israel-Cyprus Partnership



Antonia Dimou*

Working Paper, Burkle Center for International Relations, UCLA, December 2003


With the events of 11 September 2001 and the recent war on Iraq, international politics have undergone a fundamental transformation. The structures of power and influence in world affairs are altered. The rise of Islamic radicalism and the proliferation of weapons of mass destruction in the wider Middle East reflect major issues of the post-war Iraq era.


Due to the complex situations and competing political, strategic, and ideological interests that penetrate the region, Islamic radicalism and WMD present not only a dangerous escalation but also a major impediment to a comprehensive regional security settlement.


Changes in the regional security environment that have resulted from the war on Iraq seem also to have repercussions in the Mediterranean region. The debate over regional security is intensified. Increasingly, European security is linked to Mediterranean security and stability. Despite the diversity of the countries in the Mediterranean and the challenges they face, there is a clear connection between them, stemming mainly from their growing interdependence. In this context, a cooperative approach favoring dialogue seems to be a must in security matters.


That said, the objective of this paper is to explore the possibility of establishing a Greece-Israel-Cyprus relationship that may develop as a vital pillar of any security sub-system in the Eastern Mediterranean. One of the partnership’s main objectives could focus on keeping Islamic extremism and WMD proliferation restraint.



The background of Greece-Israel-Cyprus relations
Cyprus has had diplomatic relations with Israel since 1960, and an Israeli ambassador was resident in Nicosia. Cyprus resisted Arab pressures to sever relations with the state of Israel. For decades, the island provided the only window for Israel to the Western world.


Cyprus upgraded its relations with Israel by sending an ambassador in 1994. A number of economic and cultural agreements were signed in the mid-1990s, and Nicosia concluded several deals by purchasing military equipment from Tel Aviv.[1]

The history of their bilateral relations, however, has a dark chapter because of several incidents that raised Cypriot and Greek concerns over the partnership that Israel has developed with Turkey. For example, the Cyprus government captured two Israeli Mossad agents who were suspected of gathering intelligence on behalf of Turkey about the deployment of Russian S-300 missiles in Cyprus.[2] It was also revealed that Turkish pilots have been trained on a specially-designed Israeli training range in the Negev desert,[3] including how to attack the Russian-made S-300 anti-aircraft missile system that the Cyprus government had purchased from Moscow in September 1998.[4] The system’s deployment in the island was canceled under U.S. pressure.[5]


A warmer era in bilateral relations was marked by the first exchange of presidential visits. Israeli President Ezer Weiztman visited Cyprus in November 1998 and Cypriot President Glafkos Clerides reciprocated in March 2000.

In terms of Greek–Israeli relations, a military agreement was concluded as early as December 1994.[6] Both sides however, refrained from activating the agreement for a number of reasons. The most prominent was the Greek unwillingness to disturb the very good relations that Athens maintains with the majority of the Arab states and Iran. The Arab world has traditionally reciprocated on issues that Greece considers vital national interests, notably the problem of Cyprus.[7] Another, equally important factor was the postponement of scheduled joint naval maneuvers.[8] The Greek–Israeli military agreement of 1994 had provided for joint naval exercises in the Eastern Mediterranean, training in each other’s airspace, and cooperation between the military industries, arms sales, and intelligence exchanges.[9]


It should be pointed out that Israel had concluded its first military agreement with its neighbor Greece with the objective of breaking its isolation from the wider region. Israel wanted to upgrade its diplomatic relations with Athens, to sell high-tech weapons systems to the Hellenic Armed Forces, and to promote joint military industrial ventures in order to penetrate the European and Balkan markets and others elsewhere.


The Greek–Israeli rapprochement was highlighted when an Israeli rescue team participated in the search-and-rescue operations that were carried out after the Athens earthquake of September 1999.[10] The rapprochement was also marked by the Greek mediation efforts for the release of Israelis who were captured by pro-Iranian Islamic organizations as well as on behalf of the thirteen Israelis captured by the Iranian authorities on charges of conspiracy against Tehran.[11]


During the last decade, it has become clear that the geographic location of Greece at the crossroads of the Middle East, the Balkans, and Europe as well as its stable macroeconomic environment are important features, making necessary the cooperation of the Israeli and Greek defense industries. This cooperation aims at the promotion of weapons systems exports to the Balkans and the European market.[12]


Greek–Israeli relations have experienced an apparent reversal of their previous historic coolness. A security partnership to maintain regional stability is among the priorities of both states. In fact, both countries wish to participate in a new era of cooperation. Many past Greek suspicions about Israel’s ties with other states, notably Turkey, seem to have been replaced by an understanding of the motivations behind the partnerships. Similarly, Israel understands the special Greek relationship with the Arab states.[13]


In May 2000, the first Greek official presidential visit to Israel took place, and President Stefanopoulos expressed willingness for a boost in the military as well as the economic cooperation between the two states. Moreover, Foreign Minister Papandreou has not ruled out a possible strategic triangle among Greece, Israel, and Turkey.[14]



Motivations and regional implications
In the post-Iraq war era, the long-term interest of the West remains the strengthening of Western-oriented states in the Eastern Mediterranean and the Middle East. The Mediterranean
is today the place where many of the main challenges faced by the international community occur, notably security, peace and war, and the relationship between democracy and development. The situations in Cyprus and the Middle East receive particular attention in the context of resolving Mediterranean conflicts.


In this geopolitical framework, Israel, Cyprus, and Greece may become important blocks in any defense architecture. Additionally, the gradual harmonization of Greek–Turkish relations is significant and constitutes an important element in the security of Israel, a state surrounded by countries that only recently have come to terms with its existence.


The political enlargement of the European Union to Israel’s closest non-Arab neighbor, Cyprus,[15] could possibly pave the way for Israel to join the EU.[16] The EU-Israel Association Agreement entered into force on 1 June 2000 refers to regular political dialogue, with emphasis placed on peace, security, and regional cooperation as well as on the need to contribute to the stability and prosperity of the Mediterranean region. The EU is also Israel’s major economic partner. Israel has repeatedly shown its willingness, in the context of the Euro-Mediterranean Partnership, to upgrade its status.


Consequently, the extension of the EU’s domain to the Eastern Mediterranean will amount to a greater European commitment to security in a region very close to Israel. According to certain Israeli military circles, the ultimate goal of Israel is its entrance into a collective security arrangement; it could be the European one. The entrance of Israel into the European collective economic and security structures could undoubtedly serve Tel Aviv’s long-term national and regional interests.


In this context, Israel’s relations with Greece and Cyprus become important, since Greece is a member of both the EU and NATO. The consensual decision-making system in both organizations allows small states great influence.[17] The removal of the Cyprus issue from the international agenda, and from the Mediterranean agenda in particular, is a prerequisite for the emergence of any regional security subsystem.


Israel has traditionally refrained from taking sides on Cyprus since the 1974 Turkish invasion and has maintained a position of neutrality. Tel Aviv believes that the dispute should be solved by peaceful means, and past efforts of Honorary President of the AJC Ambassador Alfred Moses, who was the Clinton Administration’s envoy on Cyprus, were directed toward that end. Greece and Cyprus seem to posses an important place in the Israeli strategic rationale for the region since Athens and Nicosia are European countries at the crossroads of the Balkans and the Eastern Mediterranean as well as the wider Middle East. An end to the Cyprus problem can guarantee the long-term stability of the Mediterranean; in this context it serves Israeli interests.[18]


In fact, Israel supports a bi-communal bizonal federation for a number of important reasons. Partition is not deemed beneficial for either country in the region. The 1947 Indo- Pakistani partition is a good example. Though accepted by both sides, it was accompanied by an arms race that has ultimately turned into a nuclear rivalry. An similar, ongoing arms race in Cyprus would guarantee further instability in the wider region.


The Russian role in the Eastern Mediterranean is another factor that strengthens Israel’s interest in an end to the Cyprus dispute. Even during the post-Cold War era, long-term Israeli interests dictated the containment of Russia outside the Eastern Mediterranean. Russian attempts to penetrate the region are not conducive to the Israeli interests. The Israeli strategic perception was best depicted by the plans of Cyprus to purchase S-300 surface-to-air missiles from Russia and station them on the island, close to Israel’s airspace.


Israel sided with Turkey on that matter. Consequently, a bi-zonal federation for the Cyprus issue is viewed in the context of preventing Russia from capitalizing on local conflicts. The traditional Russian strategic goal has focused on access to the warm waters of the Mediterranean. Russian President Vladimir Putin, who supports a more assertive approach toward Western interests, adopts this goal. The Russian navy has actually renewed its emphasis on force projection and plans to send its vessels further out from the country’s shores.[19]


Israel is also opposed to the possibility of the establishment of a radical Islamic state in northern Cyprus. In the case of partition, radicalization of Islamic elements in the Turkish part of Cyprus as a result of economic or political unrest is a possible development that runs contrary to Israeli national security.


Additionally, the possibility of the permanent division of the Cypriot capital will constitute a detrimental development for Tel Aviv, as the current status in Nicosia is similar to the pre-1967 partition of Jerusalem. The Cyprus partition would constitute a bad precedent for the Israeli claim over an undivided Jerusalem, which is one of the major issues to be tackled in any final Arab–Israeli peace agreement. A federal solution would unite Nicosia and could strengthen Israel’s case for a similar preferred position on the final status of Jerusalem. Though in a different context, a shared rule arrangement in Cyprus could also be the model for a broader regional structure between Israel and its closest neighbors, namely the Palestinians and Jordan.


In conclusion, it would be useful if more U.S. and European diplomacy were directed toward the Cyprus issue. An agreement on the political future of the island will undoubtedly have positive spill-over effects for the Eastern Mediterranean and the wider region.

Bringing Greece, Israel, Cyprus, and possibly Turkey together would constitute a significant contribution to Western interests and Western security in general.



The tripartite partnership in the post-Iraq war regional environment
A new post-Iraq war reconfiguration of pro-Western states in the Eastern Mediterranean, based on collective security and economic cooperation, could become the fulcrum through which a wider balance of power could be preserved. A system based on multinational task forces, joint military exercises among Greece, Israel, Cyprus, and possibly Turkey, expanded regional trade, and democratic reform can provide guarantees for stability in the Eastern Mediterranean.


The tripartite partnership may find its prominent place in the emerging Mediterranean security structures. The partnership can serve as a means to provide a wider security subsystem that will limit drastically the role of states such as Russia as security guarantors of this critical area. Upon this basis, the partnership can commit itself to help bring the Mediterranean neighbors closer to the European democratic model. Creating a network of democratic countries in the region will have positive repercussions throughout Europe and the Mediterranean. In this context, Greece has taken the initiative to bring about a rapprochement with Turkey.


Interestingly, by cementing relations with Cyprus and Greece, Israel hopes to strengthen its friendly ties with two European states, one of them “shares its borders” (220 miles to its west) and also to effect the evolution of relations between Israel and the EU. An EU–Israeli enhancement in relations, however, seems to remain dependent on substantial progress in the Arab–Israeli peace process. It is widely acknowledged that the Arab–Israeli peace process that was accelerated with the Madrid Peace Conference in 1991 made Israel a “less problematic” strategic partner.


Additionally, the three states hope to affect the evolution of relations between Cyprus and Turkey and especially preempt any development that can have a negative impact on regional stability. Cyprus could become a showcase, living proof of how different races and religions can live together in harmony.


Behind the emerging tripartite partnership is the concept of constructive participation as opposed to the passive re-activism so that regional promotion of democratic institutions and economic development take place, meaning the Mediterranean and the broader region.

Upon this logic, informal talks between warring parties in dispute such as the Middle East could provide a forum of dispassionate discussions on pivotal matters of mutual concern. For example, Greece, as a cultural and economic bridge between Europe and Asia, the Mediterranean, and the Middle East, has aimed to play a constructive role by hosting the Athens Dialogue, a series of meetings between Israelis and Palestinians. This sort of dialogue is part of a broader framework of diplomatic initiatives aimed at strengthening ties among neighbors and developing the strategic community of interests that would prevent crises and defuse tensions.


It is also in everyone’s interest, certainly in the interest of Greece and Cyprus, that Turkey is integrated into Europe, an area of stability. In fact, the Westernization of Turkey and its integration into the Western value and stability system was the main vision of Mustafa Kemal Ataturk, the founding father of modern Turkey.


Consequently, the enhancement of Greece-Israel-Cyprus relations may create their own regional dynamics that can transform into a cooperative and complementary one to other regional partnerships, most prominently the Turkish-Israeli-Jordanian one that is embodied in the wider regional security subsystem.

To sum up, Greece, Israel, and Cyprus can serve as pillars of stability and peace in the Eastern Mediterranean as well as in the wider Middle East. Working from this collective strength, they can pursue their regional policies. A joint program of action between Greece, Israel, and Cyprus can include the coordination of policies, strengthening of relations between Israel and the EU, as well as establishment of a structural dialogue on security issues. Along these lines, Greek-Israeli-Cypriot security cooperation in the Eastern Mediterranean, with the involvement of other regional countries, can materialize.




Notes
1. Israeli official policy is not to sell Cyprus “shooting equipment.” Israeli companies
have sold Cypriots a variety of security equipment, such as a Coast Guard ship, communications
and night vision equipment, and battle suits. Experts from Israel give advise
to the civil defense system of the island.
2. The head of the Mossad at that time, Efraim Halevy, visited Nicosia and informed the
Cypriot authorities that the two agents belonged to a unit of the surveillance division
of Mossad that is identified as “Neviot.” Their mission was to tap police and national
guard networks, in order to warn other operational Mossad units that followed Hezbollah
or Iranian intelligence agents. “Compensation Is On the Way,” Ha’aretz, 14
September 1999.
3. Marios Leonidas, “Israel and Turkey: An Eye-Popping Relationship,” The Greek
American, 25 July 25 1998.
4. According to a NATO source referred to the Texas-based Global Intelligence Update
of 20 September 1998, the Israeli air force was training Turkish pilots to strike at Cyprus.
They used a mock-up of the area where the S-300 system was likely to be deployed
and Israeli reconnaissance photos of Cyprus. Obviously, Israeli combat experience
against Soviet-made weapons systems with which countries in the region
such as Syria are equipped made the training of critical importance to Turkey’s military.
5. M. Evriviades, “Israel, Turkey, and Greece,” Cyprus Weekly, 18–24 Sept. 1998; and
S. Rodan, “Cyprus, Russia Ask Israel to Keep Out of S-300 Deal,” Defense News, 23
Feb.–1 Mar. 1998.
6. The agreement was signed by Greek Defense Minister Gerasimos Arsenis and Israeli
Defense and Prime Minister, the late Yizhak Rabin.
7. Z. Mihas, “Lefkosia Wants a New Strengthen of Ties Between Greece and Israel,”
Imerisia, 19–20 August 2000.
Dimou 7
8. The reason for the postponement was that the Greek navy was busy preventing infiltrations
from Albania and could not spare a frigate for the exercises. See J. Nomikos,
“Greek-Israel Relations,” the Jewish Student Online Research Center (JSOURCE),
the American-Israeli Cooperative Enterprise (AICE), 1998.
9. Y. Melman, “Like Sirtki: One Step Forward and Two On the Side,” Ha’aretz, 5 October
1997.
10. Israeli Ministry of Foreign Affairs, web site at http://www.mfa.co.il.
11. The mediating role was demonstrated after a relevant request was submitted to Greek
Defense Minister Akis Tsohatzopoulos by U.S. officials during his September 1999
visit to Washington. D. Apokis, “Greek Opening to Israel,” To Vima (Greek daily), 26
September 1999.
12. Z. Mihas, “American–Israeli Marriage for the F-16’s Warfare Electronic System,”
Imerisia, 16–17 December 2000.
13. In an interview with the Jerusalem Post during his official visit to Tel Aviv in October
1999, Greek Defense Minister Akis Tsohatzopoulos stated that Greek worries
about a sinister dimension to Turkish–Israeli ties have been replaced by a better understanding
of the motivations behind this relationship.
14. Ha’aretz, 15 May 2000.
15. Cyprus is one of the ten countries that signed the Accession Treaty in Athens on 16
April 2003. Following the completion of the required ratification procedures, they
will become full members as of 1 May 2004. From the conclusions of the EU, it is
evident that until a solution to the political problem is achieved, the implementation
of the acquis communautaire will be suspended in the northern part of the island. In
the past, Turkey threatened to annex the northern part of Cyprus in response to the
accession of Cyprus to the EU. The arguments put forward by the Turkish side are
both political and legal. Poltically, admitting only one part of the island would allegedly
further deepen the division between the two communities. Legally, accession is
considered to be a breach of the relevant provision of the 1960 Treaty of Guarantee
which stipulates that the Republic of Cyprus “undertakes not to participate in, in
whole or in part, any political or economic union with any State whatsoever, it accordingly
declares as prohibited any activity likely to promote, directly or indirectly,
either union with any other state or partition of the island” (Article 1).
16. This Israeli perspective was initially presented by Dr. Efraim Inbar and Dr. Shmuel
Sandler in the context of a study carried out in 1999 under the Manatos and Manatos
Consulting Company, Public Relations firm in Washington, D.C.
17. Ibid.
18. E. Inbar and S. Sandler, Israel in the Region (Israel: BESA, 2001).
19. “Reviving Russia’s Navy: Putin’s New Doctrine,” Strategic Comments, July 2000
.

*Antonia Dimou, Center for Strategic Studies, University of Jordan

Israel-Syria

The compromise for Golan Heights more possible than ever!

Exclusive, DefenseNet, October 2007*

Despite the escalation in the Israeli-Syrian bilateral relations, both sides have approached each other via representatives for investigative and informal negotiation aiming at resolving the long troubling issue of the Golan Heights..

By Antonia Dimou



Despite the escalation in the Israeli-Syrian bilateral relations, both sides have approached each other via representatives for investigative and informal negotiation aiming at resolving the long troubling issue of the Golan Heights. This is yet another proof that military conflicts are merely another “tool” of the politicians, or “…the continuation of politics by other means”, according to Carl von Clausewitz. In the following analysis, the fascinating background of these unofficial negotiations is unfolded through official state documents, pending the most appropriate political concurrence for the materialization of the plans.




Why now?

The reasons making the restarting of negotiations inevitable between the two states are obvious. From the Syrian point of view, Damascus is realizing that Israel’s military supremacy derives from Israel’s beneficial relationship with the United States. Signing a peace agreement would increase the possibility for American help in replacing the outdated ex-soviet armament of Damascus. Another important expectation of Syria is its integration to the global economic system. It is worth mentioning that Syria had already made the strategic decision to move forward for a political settlement of the Arab-Israeli conflict. The materialization of this decision however was postponed by the damaging influence of the signing of the treaty of Oslo to the country’s negotiating status.



From the Israeli point of view, since Syria and Lebanon are still functioning as communicating vessels, signing a peace agreement with Syria is expected to eventually lead to a settlement with Lebanon as well. Consequently, even with the Palestinian issue unresolved, completing the circle of peace procedure with Syria will assure internationally recognized borders on the north and north east, and additionally, that the full activation of the agreements with Egypt and Jordan will move forward. It thus hardly needs mentioning that the solidification of peace with the neighboring Arab states stretching from Algeria to the Persian Gulf, will favor the economic spread of Israeli businesses as well as making massive investments not possible at the moment.



At the same time, another good reason for restarting peace talks is Israel’s realization of the limits of its military potential to deal effectively with all the multidimensional strategic threats deriving from such a hostile environment. So, the cultivating of peace talks favoring conditions, will not totally annihilate all the threats, but will certainly stop any manifestation of revisory behavior.


The approach with the Syrian side has solid foundations since the Israeli government has supported with official documents the principles of “total territorial withdrawal from the Golan Heights and return to the 4th of July 1967 borderline”. It is noteworthy the Jerusalem Post publication on the 14th of December 1998 of a part of a government document which dated 29th of August 1998 and mentioned that “…Israel is to withdraw from Syrian territory, by adapting the land-for-peace formula in accordance with the 242 and 338 decisions of the Security Council which supports the right of all states to have safe and recognized borders on the basis of the international limits of 1923 (…) The withdrawal will be materialized in three stages during a period which will be set by the respected countries in order to follow a regularization of interstate relations by mutual exchange of ambassadors.”



It is also worth mentioning of the interventional role that American tycoon Ronanld Loder tried to play between the late president Khafez Assad and Benjamin Netanyahu, prime minister of Israel at the time, by presenting to the Syrian side a document titled “Loder, on behalf of the Israeli Prime Minister”, which included a proposal for the settling of the borderline on the basis of the 4th of June of 1967 geographical limits.




The content of negotiations
The negotiations between Syria and Israel are expected to be based on the mutually agreed agenda for the second round of the peace talks held in the American town of Shepherdstown in January of 2000. That agenda includes issues which are directly connected with the core of the Syrian-Israeli differences and are related to the settlement of security issues, the fate of the Israeli settlers of the Golan Heights, the fate of the prisoners of war and the specification of the border line.



More specifically, the two countries have already negotiated the gradual withdrawal of Israeli forces from the Golan Heights during a time period not exceeding two and a half years. In the issue of military security, Syria has withdrawn its initial objection in maintaining the surveillance and control station on the mount Hermona, on the condition that Israeli soldiers will be replaced by Americans. In addition, the need to create mutual demilitarized zones to balance the loss of strategic depth, especially on behalf of Israel, has been acknowledged by all sides. In particular, Israel demands the creation of three demilitarized zones. The first will cover the entire Golan. The second which is the most debated, has been suggested to spread until Damascus and be free from battle tanks, long range artillery and anti-aircraft missiles, in order to ensure that Syria will not be able to launch another surprise attack against Israel. Syria protests due to the need for significant military forces to exist around Damascus in order to ensure the survival of the existent regime.



The Syrian side however has initially agreed to decrease the presence of its 6 army divisions in the area, but rejects the Israeli demand to maintain only two divisions. The third zone has been suggested to spread to the north of Damascus, while on its behalf Israel is willing to demilitarize a specific zone along the newly specified borderline. Regarding the flaming issue of the approximately 17.000 Israeli settlers of the Golan Heights, there appears to be a significant difference in viewpoints. The Israeli side is persisting on its position that the settlers should have the right to remain at their homes, even after the militant forces withdraw.



On a different case, the Israeli side has clarified that the American side will be called to pay the price of a possible displacement of the settlers back within the state of Israel. This cost according to Yediot Aharonot daily, is estimated at half a million US dollars for each settler totaling 10 billion dollars and additionally 8 million dollars for the displacement of the existent military bases. As far as the Syrian side is concerned, the solution is much simpler. According to International Law, in particular according to the forth Geneva convention, the Israeli settlers have illegally settled on the occupied Golan Heights, and as such they have to abandon the area.



Regarding the sensitive issue of prisoners of war, the Israeli side demands, as part of mutual trust building policy, to return the corps of Israeli military agent Eli Cohen and to supply information about the fate of Zacharia Baumel, Zvi Feldman, Yehuda Katz as well as the Israeli Air Force pilot Ron Arad which is rumored to have been delivered to Iran by the Syrian Forces.


A major issue for negotiate remains of course the settling of the inter-state borders with regard to administration of water resources which was the reason for the failure of the most recent negotiations. In particular, the Israeli side explicitly denies satisfying the Syrian demand for written commitment to clarify the withdrawal of militant forces from the limits of the borders of 1967 (though this demand has been accepted as a basis to restart negotiations), on the basis that any political conversation on the subject should be made with this in mind beforehand, so as to settle such issues of major interest, such as the distribution of water resources.



In particular, the without conditions withdrawal of Israeli forces from the Golan Heights to the geographical limits of 1967, will automatically provide Syria access to the eastern banks of Tiveriad lake, which Israel regards as a reserve of strategic nature an reject any possibility of Syrian participation to the control of its water supplies.

In conclusion, the return of the two countries to the table of negotiations is merely a matter of time. This is because the freezing of the peace process with Syria involves the conservation of a war climate with both neighboring states of Lebanon and Syria, thus postponing the real, solid Israeli approach with other neighboring Arab states, and additionally the possibility of Israel having a major peripheral hegemonic role in the areas of economy and security.



*(translated from the Greek text initially published in Stratigiki magazine, October 2007)

ΙΣΛΑΜΙΚΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ



Έθεσαν θέμα μειονότητας
σε Ρόδο και Κω
!


της Αντωνίας Δήμου*


114 ΙΟΥΛΙΟΣ 2006 ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ "ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ"




Η 33η Διάσκεψη των ΥΠΕΞ του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης (ΟΙΔ) που πραγματοποιήθηκε στο Αζερμπαϊτζάν από τις 19 έως τις 21 Ιουνίου 2006 εξέτασε δύο αναφορές της Γενικής Γραμματείας για «την κατάσταση στην Κύπρο» (OIC/ICFM-33/POL/SG.REP.4) και «την κατάσταση της τουρκο-μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη-Ελλάδα» (OIC/33-ICFM/2006/MM/SG.REP.3), οι οποίες στρέφονται εναντίον των εθνικών συμφερόντων Ελλάδας και Κύπρου.



Γίνεται αναφορά στην «τουρκο-μουσουλμανική» μειονότητα στην Ελλάδα, ενώ τίθεται για πρώτη φορά απροκάλυπτα ζήτημα ύπαρξης τουρκικών κοινοτήτων στη Ρόδο και την Κω, που, όπως ισχυρίζεται η υπό τον Τούρκο Δρ Ιχσάνογλου Γενική Γραμματεία του ΟΙΔ, αποστερούνται των δικαιωμάτων τους όσον αφορά στις ευκαιρίες για εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα (σ.σ.: τουρκική), τη δυνατότητα εκτέλεσης των θρησκευτικών τους καθηκόντων, τη διοίκηση των ισλαμικών ιδρυμάτων και τη διατήρηση της πολιτιστικής τους κληρονομιάς (άρθρο 15).

Οι συγκεκριμένες εξελίξεις κάθε άλλο παρά ευνοούν την Ελλάδα, η οποία για μια ακόμη φορά δεν κατόρθωσε να κινηθεί εγκαίρως ώστε να αποτρέψει την «υιοθέτηση» των αναφορών που καταφανώς αποτελούν προϊόν συντονισμένων ενεργειών της τουρκικής διπλωματίας και της εφαρμογής συγκεκριμένης στρατηγικής αξιοποίησης του ΟΙΔ για την προώθησητων στρατηγικών στόχων της Άγκυρας.



Η κυβέρνηση Ερντογάν δίνει μεγάλη έμφαση στην οικοδόμηση του ισλαμικού προφίλ της Τουρκίας και στην ανάληψη ηγετικού ρόλου στο μουσουλμανικό κόσμο, κατά τρόπο που να προβάλλεται η δημοκρατία ως συμβατή με το Ισλάμ. Η συγκεκριμένη στρατηγική αναπτύσσεται παράλληλα με την προώθηση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας. Η Τουρκία εμφανίζεται να εργάζεται με σκοπό τη γεφύρωση του χάσματος Δύσης-Ισλάμ με τη δική της μεσολάβηση, ώστε να καρπωθεί τα διπλωματικά οφέλη και να εμφανιστεί ως η φυσική «γέφυρα» ανάμεσα στο δυτικό και τον ισλαμικό πολιτισμό.



Η πρόθεση της Τουρκίας να παίξει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση των πανισλαμικών πολιτικών κατευθύνσεων με τη μορφή της ενίσχυσης του κοσμικού χαρακτήρα των ισλαμικών κυβερνήσεων, η οποία, παρεμπιπτόντως, συνάδει με τη διακηρυγμένη πολιτική των ΗΠΑ περί προώθησης της «δημοκρατίας» και των «φιλελεύθερων αξιών» στην περιοχή, έλαβε σάρκα και οστά το 2004 με την εξασφάλιση της ανάδειξης ως επικεφαλής της Γενικής Γραμματείας του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης του Τούρκου υποψηφίου Δρ Ιχσάνογλου.




Το ειδικό βάρος της συγκεκριμένης θέσης έχει άμεσο αντίκτυπο στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, καθόσον οι εισηγήσεις-αναφορές του Γενικού Γραμματέα συνήθως υιοθετούνται από την ολομέλεια του Οργανισμού με τη μορφή ψηφισμάτων. Τα ψηφίσματα Νο. 2/31-Ρ του 2004 και Νο 5/32-Ρ του 2005 για το Κυπριακό καθώς και τα Νο 3/31-ΜΜ του 2004 και Νο 3/32-ΜΜ του 2005 για την τουρκική μουσουλμανική μειονότητα στην Ξάνθη και τη Θράκη ελήφθησαν έπειτα από σχετικές εισηγήσεις- αναφορές του Γ.Γ. του Οργανισμού.





Κυπριακό
Στο πλαίσιο της πρόσφατης Διάσκεψης των υπουργών Εξωτερικών του ΟΙΔ, η Γενική Γραμματεία του Οργανισμού υπέβαλε Σχέδιο Δράσης για το Κυπριακό, το οποίο εστιάζει στην άρση της απομόνωσης της τουρκοκυπριακής πλευράς, την επέκταση των σχέσεων σε όλους τους τομείς και την ανταλλαγή υψηλόβαθμων επισκέψεων αντιπροσωπειών των κρατών-μελών με την τουρκοκυπριακή πλευρά. Αξίζει να επισημανθεί ότι οι Τουρκοκύπριοι συμμετέχουν στον ΟΙΔ με την ονομασία «Τουρκοκυπριακό κράτος», απόφαση η οποία ελήφθη από τη Σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τις 14 έως τις 16 Ιουνίου 2004. Καθίσταται προφανές ότι η Τουρκία βαδίζει μεθοδικά με σκοπό τη σταδιακή διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους.



Το Σχέδιο Δράσης της Γενικής Γραμματείας επικεντρώνεται στα εξής:


1. Ενθάρρυνση των κρατών-μελών του ΟΙΔ και των ιδρυμάτων που ανήκουν οργανικά σε αυτόν να ξεκινήσουν δραστηριότητες με σκοπό την άρση της απομόνωσης και την ενίσχυση της συνεργασίας μετους Τουρκοκύπριους.


2. Αποστολή αντιπροσωπείας αποτελούμενης από τη Γενική Γραμματεία του ΟΙΔ, την Ισλαμική Τράπεζα Ανάπτυξης και το Ταμείο Ισλαμικής Αλληλεγγύης προκειμένου να εκτιμηθεί η κατάσταση επί τόπου και να γίνει αναφορά στο πλαίσιο της επόμενης Ισλαμικής Διάσκεψης τωνΥΠΕΞ (ICFM).


3. Δημιουργία Ταμείου Κεφαλαίων (Trust Fund) για τη βοήθεια των Τουρκο- κυπρίων.


4. Οργάνωση σεμιναρίου σε συνεργασία με τα κράτη-μέλη και τα ιδρύματα που ανήκουν οργανικά στον ΟΙΔ σε συντονισμό με την τουρκοκυπριακή πλευρά.


5. Υποβοήθηση της τουρκοκυπριακής πλευράς με την ενθάρρυνση της ενεργούς εμπλοκής της στις διάφορες δραστηριότητες του ΟΙΔ.




Επιπροσθέτως, η Γενική Γραμματείαεπανέλαβε την υποστήριξη για την προβολή και διατύπωση των τουρκοκυ-πριακών θέσεων από τα κράτη-μέλη του ΟΙΔ σε όλα τα διεθνή fora, οποτεδήποτε το Κυπριακό τίθεται προς συζήτηση, στη βάση της ισοτιμίας των δύο πλευρών της Μεγαλονήσου και κάλεσε τα κράτη-μέλη να προβούν ειδικότερα στα εξής:


1. Πρόσκληση Τουρκοκυπρίων επισήμων να συμμετάσχουν σε συναντήσεις και συμπόσια που οργανώνουν τα κράτη-μέλη.


2. Ενθάρρυνση επενδύσεων από τον ιδιωτικό τομέα στο βόρειο τμήμα της νήσου.


3. Αναγνώριση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων του τουρκοκυπριακού «κράτους».


4. Ενθάρρυνση επιχειρηματικών επενδύσεων στον τουριστικό τομέα, καθώς και των πολιτών του ισλαμικού κόσμου να χρησιμοποιούν τα τουριστικά θέρετρατου βορείου τμήματος της νήσου.


5. Ανάληψη πρωτοβουλιών για διμερή συνεργασία στους τομείς πολιτισμού και πληροφοριών.


6. Ενσωμάτωση του τουρκοκυπριακού «κράτους» σε διεθνείς, περιφερειακές και διμερείς κοινωνικές και αθλητικές δραστηριότητες.


7. Πρόσκληση της Ισλαμικής Τράπεζας Ανάπτυξης (IDB) να στείλει στο βόρειο τμήμα της νήσου μία τεχνική αποστολή προκειμένου να διερευνηθούν οι πιθανότητες εκτέλεσης συγκεκριμένων έργων υποδομής.


8. Έκκληση προς το Ταμείο Ισλαμικής Αλληλεγγύης (ISF) να αυξήσει το ύψος της οικονομικής βοήθειας που παρέχει στους Τουρκοκυπρίους και να περιλάβει υπηρεσίες υγείας, ισλαμικά σχολεία, κοινωνικές και αθλητικές δραστηριότητες, να χρηματοδοτήσει συμπόσια και θρησκευτικά σεμινάρια, παράλληλα με την αύξηση της βοήθειας για τη συντήρηση και ανακαίνιση τζαμιών και θρησκευτικών κέντρων.


9. Χορήγηση υποτροφιών σε μουσουλμάνους φοιτητές του τουρκοκυπριακού «κράτους».



Η σταδιακή άρση της απομόνωσης της τουρκοκυπριακής πλευράς αποτελεί πραγματικότητα και έχει ξεκινήσει με τη συνεργασία σε ζητήματα «χαμηλής προτεραιότητας» που αποτελούν ωστόσο βασικό πυλώνα στη διαδικασία ανάπτυξης των σχέσεων σε επικοινωνιακό αλλά και σε ουσιαστικό επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, η τουρκοκυπριακή πλευρά συμμετείχε στο 4ο Τουρνουά Αθλητικών Δραστηριοτήτων Μουσουλμάνων Γυναικών που διοργανώθηκε στην Τεχεράνη τον Οκτώβριο 2005, αφού προηγουμένως η Γενική Γραμματεία ενθάρρυνε την ηγεσία της Ισλαμικής Αθλητικής Ομοσπονδίας να επιτρέψει τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων σε όλες τις ισλαμικές αθλητικές δραστηριότητες.



Επίσης, ο υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού της τουρκοκυπριακής πλευράς παρέστη στη 12η Συνάντηση της Γενικής Συνέλευσης της Διαρκούς Επιτροπής του ΟΙΔ για την Επιστημονική και την Τεχνολογική Συνεργασία (COMSTECH) η οποία πραγματοποιήθηκε στο Ισλαμα-μπάντ του Πακιστάν το Φεβρουάριο του 2006. Η τουρκοκυπριακή πλευρά μάλιστα συνέδραμε με το ποσό των 20 χιλιάδων δολαρίων τον προϋπολογισμό του έτους 2006-2007 της COMSTECH.



Η τουρκοκυπριακή πλευρά προβαίνει και σε συστηματική πολιτική εκμετάλλευση του αρνητικού αποτελέσματος του δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Ανάν στην Κύπρο, προωθώντας αποφάσεις που κατακρίνουν την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από την ελληνοκυπριακή πλευρά.


Στην απόφαση Νο. 5/32-Ρ για το Κυπριακό, η ολομέλεια του ΟΙΔ επιδοκίμασε το Σχέδιο Ανάν, «που στόχευε στη δημιουργία μιας νέας κατάστασης πραγμάτων στην Κύπρο με τη μορφή ενός νέου διζωνικού συνεταιρισμού με δύο ισότιμα συνταγματικά ΚΡΑΤΗ».


Με βάση τα ανωτέρω, καθίσταται περισσότερο από ποτέ επιτακτική η διπλωματική ενεργοποίηση της Ελλάδας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, με τον ταυτόχρονο επαναπροσδιορισμό των σχέσεών της με τον αραβικό-μουσουλμανικό κόσμο. Η Αθήνα οφείλει να διεκδικήσει με κάθε τρόπο τη συνέχιση της ισορροπημένης πολιτικής που ακολουθούσαν έναντι του Κυπριακού τόσο τα αραβικά κράτη όσο και το Ισραήλ, υποστηρίζοντας την εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης για τους ακόλουθους λόγους:



Η διχοτόμηση εκτιμάται ότι δεν ωφελεί καμία από τις δύο κοινότητες και ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ευρύτερη περιοχή. Προς θεμελίωση της συγκεκριμένης εκτίμησης παρατίθεται το ιστορικό προηγούμενο της διχοτόμησης της ινδικής υποηπείρου (subcontinent) μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν το 1947. Ο διαχωρισμός συνοδεύτηκε από ανταγωνισμό εξοπλισμών ο οποίος οδήγησε στην πυρηνικοποίησή τους το 1998. Σε περίπτωση επανάληψης του ιδίου σεναρίου στην Κύπρο θα δημιουργούνταν αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου.



Κράτη της εγγύς περιοχής ανησυχούν για την πιθανότητα εμφάνισης ενός ριζοσπαστικού ισλαμικού κρατιδίου στη Βόρεια Κύπρο. Σε περίπτωση διχοτόμησης, ενδέχεται να αναδει-χθούν ακραία ισλαμικά στοιχεία ως απόρροια πιθανής οικονομικής ή πολιτικής αναταραχής στο τουρκοκυπριακό τμήμα.


Μια διζωνική, δικοινοτική λύση θα μπορούσε να ισχυροποιήσει τη διαπραγματευτική διαδικασία Ισραήλ και Παλαιστινίων με την εφαρμογή παρόμοιας λύσης στο ζήτημα του τελικού καθεστώ τος της πόλης των Ιεροσολύμων που διεκδικείται ως πρωτεύουσα τόσο από το Ισραήλ όσο και τους Παλαιστινίους. Η πιθανότητα διχοτόμησης της Λευκωσίας δεν αποτελεί θετική εξέλιξη για το Ισραήλ, που εκτιμά πως το παρόν καθεστώς στη Λευκωσία προσομοιάζει με το αντίστοι χο της πόλης των Ιεροσολύμων προ της διχοτόμησης το 1967. Η προώθηση κοινά αποδεκτής φόρμουλας για την κατανομή των πολιτικών εξουσιών στην Κύπρο θα μπορούσε να αποτελέσει μοντέλο επίλυσης και της ισραηλινο-παλαιστινιακής διένεξης.






«Τουρκική» μειονότητα Δυτικής Θράκης
Οι προθέσεις της Τουρκίας να εγείρει θέμα «τουρκικής» μειονότητας στη Θράκη έχουν καταστεί το τελευταίο χρονικό διάστημα πασιφανείς. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ενταχθεί η αναφορά του Γενικού Γραμματέα του ΟΙΔ, που κάνει λόγο για παραβίαση των πολιτικών, πολιτειακών και θρησκευτικών δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη.



Συγκεκριμένα, η εισήγηση-αναφορά της Γενικής Γραμματείας αναφέρεται στη συνθήκη της Λοζάνης, η οποία εξασφαλίζει τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος να ελέγχουν τα θρησκευτικά κέντρα και τα ισλαμικά της ιδρύματα ως Έλληνες πολίτες με πλήρη δικαιώματα και καθήκοντα.



Ο ισχυρισμός περί παραβίασης των μειονοτικών δικαιωμάτων εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας στοιχειοθετείται σε «πληροφορίες που έχει λάβει» και αφορούν κυρίως στην παρεμπόδιση της συμμετοχής μελών της μουσουλμανικής μειονότητας στην ενεργό πολιτική ζωή της Ελλάδας:



1. Λόγω της ποσόστωσης του 3% ως βασικής προϋπόθεσης εισαγωγής κομμάτων στο Κοινοβούλιο στις εθνικές εκλογές, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ανεξάρτητος υποψήφιος να εκλεγεί σε άλλη περιφέρεια πλην της Αθήνας. Ο πληθυσμός της «τουρκικής» μειονότητας, ο οποίος ανέρχεται σε 1,5% επί του συνολικού πληθυσμού της χώρας δεν αρκεί για να εκπροσωπηθεί από ανεξάρτητους υποψηφίους, αναγκάζοντας τα μέλη της «τουρκικής» μουσουλμανικής μειονότητας να κατεβαίνουν στις εκλογές ως υποψήφιοι των ελληνικών πολιτικών κομμάτων. Η υποκρισία του εν λόγω επιχειρήματος είναι εξοργιστική δεδομένου ότι το πλαφόν εισαγωγής στο Τουρκικό Κοινοβούλιο είναι 10%! Και η ελληνική διπλωματία απέτυχε να ενημερώσει τις φιλικές προς την Αθήνα πρωτεύουσες!



2. Λόγω της πληθυσμιακής πολιτικής της Ελλάδας και «τον εποικισμό των μεταναστών», εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος προέρχεται από την Ρωσία, σε περιοχές όπου τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας διαβιούν. Στόχος, ισχυρίζονται, είναι η μείωση της πολιτικής δύναμης της «τουρκικής» μειονότητας, η οποία στηρίζεται στη δημογραφική της πυκνότητα. Η πολιτική εκπροσώπηση των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης μπλοκαρίστηκε μέσω του «Σχεδίου Καποδίστριας» το οποίο επιτρέπει τη διοικητική αναδιάρθρωση των περιφερειών, δήμων και κοινοτήτων κατά τρόπο ώστε να εγερθούν νέα εμπόδια για την τουρκική μειονότητα! Η μειονότητα, υποστηρίζουν, αποτελεί το 50% του πληθυσμού στη Ροδόπη, που αποτελεί τη μοναδική περιφέρεια όπου η μειονότητα έχει καθοριστικό ρόλο στην εκλογή του «κυβερνήτη» της. Με βάση αυτό το Σχέδιο, η Ροδόπη, όπου υπάρχει «τουρκική» πλειοψηφία, ενώθηκε με τον Έβρο, όπου υπάρχει ελληνική πλειοψηφία. Επίσης, η Ξάνθη ενώθηκε με τις δύο περιφέρειες της Καβάλας και της Δράμας, όπου διαβιούν μόνο Έλληνες.



3. Λόγω της εγκατάστασης Ελλήνων στρατιωτών, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, στην περιοχή προκειμένου να ψηφίσουν εκεί στις εθνικές εκλογές. Ισχυρίζονται επίσης ότι Έλληνες τελωνειακοί εμπόδισαν στις εκλογικές περιόδους την είσοδο μελών της μουσουλμανικής μειο- νότητας από την Τουρκία στην Ελλάδα με σκοπό να αποτραπεί η δυνατότητά τους να ψηφίσουν.



Στο κεφάλαιο περί σεβασμού των θρησκευτικών και εθνοτικών δικαιωμάτων, η Γενική Γραμματεία του ΟΙΔ αναφέρεται σε βανδαλισμούς και ασέβειες έναντι των ιερών μουσουλμανικών τοποθεσιών όπως τα τζαμιά και τα κοιμητήρια στη Δυτική Θράκη, οι οποίες συνεχίζονται. Αναφορά επίσης γίνεται στην περίπτωση όπου συνεργείο ελληνικού τηλεοπτικού σταθμού γύρισε σκηνές τηλεοπτικού σίριαλ «σε ένα τζαμί σε ορεινό χωριό της Ξάνθης, τον Εχίνος, την τρίτη ημέρα της εορτής Al-Adha, του προηγούμενου έτους!



Η ελληνική πολιτεία επικρίνεται επίσης για την έλλειψη θετικών βημάτων όσον αφορά στην αναγνώριση της εθνικής ταυτότητας της «τουρκικής μουσουλμανικής μειονότητας». Παρατίθεται μάλιστα η περίπτωση της απαγόρευσης που επέβαλε το ελληνικό Ανώτατο Δικαστήριο το 2005 στις δραστηριότητες της παλαιότερης Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης της τουρκικής μουσουλμανικής μειονότητας με την επωνυμία «Τουρκική Ένωση της Ξάνθης», που συστάθηκε το 1984, με το μοναδικό αιτιολογικό ότι ο τίτλος φέρει τη λέξη «τουρκική». Η υπόθεση, όπως αναφέρεται, παραπέμφθηκε από τη μειονότητα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως και η αντίστοιχη υπόθεση του Πολιτιστικού Συνδέσμου των Τούρκων Γυναικών της Ροδόπης, το αίτημα για εγγραφή του οποίου αρνήθηκαν οι ελληνικές αρχές με το ίδιο σκεπτικό.



Σύμφωνα με τη Γενική Γραμματεία του ΟΙΔ, η «τουρκική μουσουλμανική μειονότητα» αναμένει από το ευρωπαϊκό Δικαστήριο να καταδικάσει την Ελλάδα με την κατηγορία ότι απαγορεύει στη μειονότητα να ασκεί το δικαίωμα της ειρηνικού συνεταιρίζεσθαι, το οποίο κατοχυρώνεται από τη Συνθήκη της Λοζάνης του 1923, και επιπλέον ελπίζει «ότι αυτή η απόφαση θα κινητοποιήσει τις ελληνικές αρχές να τροποποιήσουν την νομοθεσία τους και να επιτρέψουν στην ‘τουρκική μουσουλμανική μειονότητα’ να μπορεί να χρησιμοποιεί την εθνική της ταυτότητα στους τίτλους των μειονοτικών οργανώσεων».



Καθίσταται προφανές ότι η Τουρκία προβαίνει σε πολιτική και διπλωματική αξιοποίηση της πρόσβασής της στον ΟΙΔ σε βάρος της Ελλάδας, όπως άλλωστε αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην απόφαση Νο. 3/32-ΜΜ για την κατάσταση της μειονότητας στην Ελλάδα. Η συγκεκριμένη απόφαση:


1. Καταδικάζει τη «δικαστική παρενόχληση» των εκλεγμένων μουφτήδων στην Ξάνθη και την Κομοτηνή, Μεχμέτ Εμίν Αγάκαι Ιμπραήμ Σερίφ.


2. Απαιτεί τη λήψη των απαραίτητων μέτρων για την εκλογή των διοικητικών συμβουλίων των θρησκευτικών κέντρωνκαι ιδρυμάτων από την «τουρκική» μουσουλμανική μειονότητα, που θα επιτρέψει την αυτοδιοίκησή τους.


3. Απαιτεί από την Ελλάδα να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για το σεβασμό των δικαιωμάτων και της ταυτότητας της «τουρκικής» μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη, και να αναγνωρίσει επειγόντως τους εκλεγμένους μουφτήδες της Ξάνθης και της Κομοτηνής ως επίσημους μουφτήδες.



Η Ελλάδα οφείλει να προβεί στις απαραίτητες «διορθωτικές κινήσεις» στην πολιτική της με σκοπό την προβολή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και σε επιλεγμένες χώρες του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης ώστε να προβληθεί ως χώρα που σέβεται το Ισλάμ και αντιμετωπίζει τους μουσουλμάνους όπως τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες.


Με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο θα αφαιρεθούν επιχειρήματα από τη διπλωματική «φαρέτρα» της Τουρκίας, αλλά η Αθήνα θα κάνει αισθητή την παρουσία και την παρεμβατική της δυνα-τότητα στην ευρύτερη περιοχή, συμπληρώνοντας το πολιτικό κενό του οποίου, αν μη τι άλλο, επιδιώκουν την αναπλήρωση περιφερειακές χώρες, όπως η Τουρκία, με ό,τι αυτό συνεπά-γεται για τα ελληνικά συμφέροντα...




* Ερευνήτρια, Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Ιορδανίας.