Monday, May 16, 2011

Συρία: Το Εσωτερικό Παρασκήνιο της Aναταραχής & ο Iσλαμικός Παράγοντας

Αναδημοσίευση από το Περιοδικό Στρατιωτική Ισορροπία και Γεωπολιτική, Τεύχος Απριλίου 2011


(Αναδημοσίευση ΦΩΤΟ από: http://www.fanoos.com/revolutions/syria_protests.html)


Της Αντωνίας Δήμου


Το κύμα των διαδηλώσεων που πυροδότησαν οι αναταραχές στην Τυνησία και την Αίγυπτο άγγιξε και τη Συρία. Διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες πόλεις με προεξέχουσες την νότια φυλετική πόλη Ντάραα όπου περισσότεροι από 100 διαδηλωτές σκοτώθηκαν σύμφωνα με αναφορές στον αραβικό τύπο, την παραλιακή μεσογειακή πόλη Μπάνιας, την πρωτεύουσα Δαμασκό στο ανακαινισμένο τζαμί Ουμαγιάντ και στην πόλη Χομς. Η βίαια κατάπνιξη των λαϊκών διαδηλώσεων στη Συρία οφείλεται στην ανεξέλεγκτη εξουσία των σωμάτων ασφαλείας που εδράζεται σε σχετικό προεδρικό διάταγμα του 2008 το οποίο εν πολλοίς τις καθιστά απρόσβλητες.


Η χρήση του διαδικτύου αποδείχθηκε καταλυτική και στην περίπτωση της Συρίας για την ανταλλαγή πληροφοριών και το συντονισμό των δραστηριοτήτων ανάμεσα στους διοργανωτές. Η σελίδα στον κοινωνικό διαδικτυακό τόπο facebook με τίτλο «Η Συριακή Επανάσταση 2011» η οποία αριθμεί περί τα 56 χιλιάδες εγγεγραμμένα μέλη συνιστά εικονικό σημείο συσπείρωσης υποστηρικτών υπέρ της δημοκρατίας. Το συριακό καθεστώς μάλιστα ανέστειλε πρόσφατα την απαγόρευση στη χρήση του διαδικτύου, με σκοπό σύμφωνα με ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων να τεθούν υπό μεγαλύτερη επιτήρηση και να καταγραφούν οι δραστηριότητες των μελών της ιστοσελίδας και σε καμία περίπτωση η άρση δεν αφορά στην προώθηση της ελευθερίας έκφρασης.


Ζητούμενο των διαδηλωτών αποτέλεσε η προώθηση των πολιτικών μεταρρυθμίσεων, η πάταξη της οικονομικής διαφθοράς, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η προώθηση της ελευθερίας του Τύπου. Το συριακό καθεστώς αντέδρασε στην επαύριον των διαδηλώσεων δεσμευόμενο να εξετάσει την άρση εφαρμογής του Νόμου εκτάκτου ανάγκης που ισχύει από το 1963, την αδειοδότηση πολιτικών κομμάτων και την αύξηση των μισθών στους δημόσιους υπαλλήλους.


Το συριακό καθεστώς καλείται να κερδίσει το στοίχημα αφενός της προώθησης των όποιων οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων και αφετέρου της επιβίωσης του. Ο πολιτικός και κοινωνικός αναβρασμός στη Συρία δεν αποτελεί καινούργια υπόθεση καθώς το καθεστώς της χώρας παραδοσιακά διατηρεί ανοικτό μέτωπο έναντι της πλειονοψηφήσασας σουνιτικής ισλαμικής κοινότητας. Την τελευταία πενταετία, υπήρχαν σενάρια τα οποία έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για την ενίσχυση του ισλαμισμού στη Συρία και το καθεστώς Ασαντ θεωρώντας ότι βρίσκεται υπό απειλή προχώρησε σε άνοιγμα προς την ισλαμική σουνιτική κοινότητα με εναρκτήριο έτος το 2006. Συγκεκριμένα, ο Ασαντ ενέκρινε την λειτουργία τμήματος ισλαμικής Νομολογίας (Sharia) στο πανεπιστήμιο του Χαλεπίου, την αδειοδότηση τριών (3) ισλαμικών τραπεζών και επέτρεψε για πρώτη φορά αφότου ανέλαβε την προεδρεία της χώρας το 2000, σε ερμηνευτή της ισλαμικής νομολογίας να προβεί σε διάλεξη στην Ανώτατη Στρατιωτική Ακαδημία της Δαμασκού.


Αξιομνημόνευτο είναι ότι ο προγραμματισμός για δημιουργία τμήματος ισλαμικής νομολογίας είχε ανασταλεί στο παρελθόν λόγω των καθεστωτικών ανησυχιών που αφορούσαν στην πιθανότητα ενίσχυσης της σουνιτικής ισλαμικής επιρροής στο Χαλέπι, όπως επίσης ότι το καθεστώς επέτρεψε τον Απρίλιο 2006 στον μετριοπαθή μουσουλμάνο σεϊχη και βουλευτή Μοχάμαντ Χαμπάς να πραγματοποιήσει διάλεξη στην Ανώτατη Στρατιωτική Ακαδημία της Δαμασκού υπό την παρουσία του Σύριου υπουργού εθνικής άμυνας, του Μεγάλου μουφτή της χώρας και λοιπές θρησκευτικές φυσιογνωμίες. Στην ομιλία του μάλιστα ο Σύριος σεϊχης και βουλευτής που αποτελεί ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος αναγέννησης στη Συρία διετύπωσε ότι ο αραβικός εθνικισμός και το Ισλάμ είναι συμβατά και ότι είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός κοινού μετώπου προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι εθνικές και περιφερειακές προκλήσεις που αγγίζουν τα συριακά συμφέροντα, ενώ δεν παρέλειψε να επαναλάβει την πάγια θέση περί έγκρισης νέου νόμου για την λειτουργία πολιτικών κομμάτων που θα επιτρέπει την δημιουργία ισλαμικών πολιτικών οργανώσεων.


Η στρατηγική της προσεκτικής αλλά ουσιαστικής προσέγγισης της ισλαμικής σουνιτικής κοινότητας από το καθεστώς Ασαντ έλαβε έμπρακτη μορφή όταν τον Απρίλιο 2006 στην επέτειο εορτασμού των γενεθλίων του προφήτη Μωάμεθ επιτράπηκε η διακόσμηση της συριακής πρωτεύουσας με πανό τα οποία προέβαλαν θρησκευτικά σλόγκαν για πρώτη φορά αφότου ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας ο Μπασάρ αλ-Ασσαντ. Στο πλαίσιο της ισλαμικής προσέγγισης εντάχθηκε και η απόφαση του συριακού καθεστώτος να εκμεταλλευτεί πολιτικά την υπόθεση της αναπαραγωγής και δημοσίευσης σε δανικό περιοδικό των καρτούν που απεικόνιζαν τον προφήτη Μωάμεθ και να εμφανισθεί τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο γειτονικό περιβάλλον ως προστάτης του Ισλάμ παρέχοντας άδειες για την πραγματοποίηση διαδηλώσεων διαμαρτυρίας έμπροσθεν ευρωπαϊκών πρεσβειών.


Γεγονός πάντως είναι ότι το συριακό καθεστώς υιοθετεί την πάγια τακτική του καρότου και του μαστιγίου έναντι της σουνιτικής ισλαμικής κοινότητας. Και τούτο διότι παράλληλα με τις προσπάθειες προσέγγισης, το καθεστώς κινείται και προς την κατεύθυνση της καταπίεσης. Επί παραδείγματι, ο επικεφαλής του τμήματος Δαμασκού στο συριακό υπουργείο θρησκευμάτων (Αουκαφ) εξέδωσε λίστα που εμπεριείχε δέκα απαγορεύσεις και περιορισμούς στις δραστηριότητες που συντελούνται στα τζαμιά με προεξέχοντες τον περιορισμό του ωραρίου λειτουργίας αποκλειστικά στις ώρες προσευχής, την απαγόρευση στην παρουσία μη εξουσιοδοτημένων ομιλητών, καθώς και την αναστολή ενεργειών όπως τη συλλογή δωρεών αλλά και τη μείωση της ηχητικής έντασης στα μεγάφωνα των τζαμιών που καλούν τους πιστούς σε προσευχή.


Η διττή διάσταση του καθεστώτος από την μία να ενθαρρύνει τις μετριοπαθείς ισλαμικές σουνιτικές δυνάμεις και από την άλλη να καταπιέζει ότι θεωρεί απειλή δεν αποτελεί σύγχρονη πρακτική της συριακής ηγεσίας. Και τούτο διότι το προηγούμενο καθεστώς του Χάφεζ αλ-Ασσαντ ακολούθησε εν πολλοίς την ίδια στρατηγική με το καθεστώς του υιού Μπασάρ αλ-Ασσαντ όσον αφορά στην ανάσχεση της όποιας ισλαμικής επιρροής στα πολιτικά δρώμενα της χώρας που θα μπορούσε να αναδείξει ισλαμικό πολιτικό αντίπαλος δέος έναντι του καθεστώτος όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 πάταξε βίαια τη συριακή Μουσουλμανική Αδελφότητα. Στους κόλπους του σημερινού συριακού καθεστώτος, η πλειονότητα των ανώτατων στελεχών κατανοούν πλήρως την πολιτική χειραγώγησης και χρησιμοποίησης των ισλαμιστών προκειμένου να στηρίξουν την καθεστηκυία τάξη, ενώ το σύνολο των μεσαίων και κατώτερων αξιωματούχων εφαρμόζουν την πάγια πολιτική της καταπίεσης του ισλαμικού πλήθους.


Είναι προφανές ότι το συριακό καθεστώς αναγνωρίζει την ισχυρή επίδραση του Ισλάμ στις λαϊκές μάζες και είναι αποφασισμένο να φλερτάρει με τη ισλαμική σουνιτική κοινότητα προκειμένου όχι απλά να διατηρήσει την δημοτικότητα και την λαοφιλία αλλά κυρίως να επιβιώσει. Επιπρόσθετα, η αργή πρόοδος στις σχέσεις Συρίας-ΗΠΑ σε συνδυασμό με την ανάγκη επιβίωσης του καθεστώτος έχει συνδράμει στην προσέγγιση της χώρας με το Ιράν, ικανοποιώντας τοιουτοτρόπως τους ισλαμιστές στη Συρία.


Στο κεφάλαιο των πολιτικών ελευθεριών, η θέση του Σύριου προέδρου συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι η συριακή κοινωνία όπως και η πλειονότητα των υπολοίπων στην περιοχή οδεύουν με γοργούς ρυθμούς σε μία πολιτική μετατόπιση προς τον συντηρητισμό. Σε αυτή τη βάση, η διαδικασία πολιτικών μεταρρυθμίσεων σύμφωνα με την προεδρική αντίληψη δυσχεραίνεται όπως άλλωστε αποδεικνύει η περίπτωση χωρών με αντιπροσωπευτικές τον Λίβανο και την Αλγερία οι οποίες υιοθετώντας προγράμματα για την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων έφεραν ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα καθώς επί της ουσίας έθεσαν τις βάσεις για ένταση και κοινωνικές αναταραχές.



Στην περίπτωση της Αλγερίας το 1980, ισλαμιστικές ομάδες επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν τα πολιτικά ανοίγματα της κυβέρνησης προκειμένου να ανέλθουν στην εξουσία καταστρατηγώντας την εσωτερική σταθερότητα και οδηγώντας με αυτό τον τρόπο σε ένοπλες συγκρούσεις που διήρκεσαν δεκαετίες. Αντίστοιχα, στον Λίβανο η διαδικασία πολιτικών μεταρρυθμίσεων και οι εκλογές της 29ης Μαίου 2005 προσέφεραν την αιτιολογική βάση στην οποία στηρίχθηκε σεκταριστική βία. Με βάση τα δεδομένα, η πολιτική κοσμοθεωρία του Σύριου προέδρου εκλαμβάνει ως ουσιώδη την ειρήνευση και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας έναντι των όποιων πολιτικών μεταρρυθμίσεων.


Παρολαυτά, το συριακό καθεστώς καλείται να αντιμετωπίσει εμπράκτως πολιτικούς αντιπάλους και εν δυνάμει ανταγωνιστές για την εξουσία. Συγκεκριμένα, αντίπαλο πολιτικό δέος έναντι του καθεστώτος επιχειρεί να αποτελέσει την τελευταία πενταετία ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Χάνταμ ο οποίος σε συνεργασία με τον επικεφαλής της συριακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας Μπαγιανούνι προέβη στη σύσταση του Εθνικού Μετώπου Σωτηρίας το οποίο έχει σαφή ερείσματα στο σουνιτικό πληθυσμό. Ειδικά όσον αφορά στη συριακή Μουσουλμανική Αδελφότητα είναι μία επαναστατική ομάδα η οποία λειτουργεί υπό καθεστώς μυστικότητας καθώς έχει τεθεί εκτός λειτουργίας από το καθεστώς Ασσαντ. Ο υπ’ αριθμόν 49 Νόμος του 1981 προβλέπει ότι η απλή συμμετοχή στην Μουσουλμανική Αδελφότητα τιμωρείται με την ποινή του θανάτου, ενώ το 1982, το καθεστώς εξαπέλυσε μία εκστρατεία καταστολής της οργάνωσης καταστρέφοντας ολοσχερώς τις όποιες υποδομές της και οδηγώντας τα ανώτατα μέλη της στην εξορία. Εκτοτε, η Μουσουλμανική Αδελφότητα επιδίωξε ανεπιτυχώς να ανακτήσει την άδεια από το καθεστώς προκειμένου να επανα-δραστηριοποιηθεί στη χώρα.


Τοιουτοτρόπως, το 2001, η οργάνωση υποστήριξε ένα πολιτικό μανιφέστο το οποίο επίσης στηρίχθηκε από ένα ευρύ φάσμα αντιπολιτευόμενων ομάδων απαιτώντας τον τερματισμό του μονοκομματισμού και τη διεξαγωγή ελεύθερων δημοκρατικών εκλογών. Δοθείσης της αποτυχίας των συγκεκριμένων προσπαθειών, η Μουσουλμανική Αδελφότητα αποτελεί οργανικό μέλος μίας ευρύτερης συμμαχίας αντικαθεστωτικών ομάδων, του Εθνικού Μετώπου Σωτηρίας, η οποία όπως προαναφέρθηκε περιλαμβάνει και τον πρώην αντιπρόεδρο του καθεστώτος Ασσαντ, Αμπντελ Χαλίμ Χάνταμ. Ο πρώην Σύριος αντιπρόεδρος ήταν ένας από τους ελάχιστους σουνίτες μουσουλμάνους που κατάφερε να ανελιχθεί στην ηγεσία του αλεβιτικού καθεστώτος της χώρας και υπήρξε έμπιστος του Χάφεζ αλ-Ασσαντ. Οταν ο νέος πρόεδρος Μπασάρ ενίσχυσε το κομματικό του εκτόπισμα στο κυβερνητικό κόμμα Μπάαθ, ο πρώην αντιπρόεδρος που ανήκε στην παλαιά φρουρά του καθεστώτος απώλεσε την επιρροή του και στη διάρκεια του Συνεδρίου του κόμματος Μπάαθ στις 6 Ιουνίου 2005 ανακοίνωσε την παραίτηση του από τον καθεστωτικό θώκο.


Μετά την παραίτηση του, μετεγκαταστάθηκε στο Παρίσι για να επανακάμψει το πολιτικό προσκήνιο όχι μόνο της Συρίας αλλά του Λιβάνου και της διεθνούς κοινότητας όταν τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους κατηγόρησε ευθέως το συριακό καθεστώς και συγεκκριμε΄να τον Σύριο πρόεδρο Ασσαντ για την προσωπική του εμπλοκή στη δολοφονία του Λιβανέζου πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι πυροδοτώντας με αυτό τον τρόπο μαζικές διαδηλώσεις οι οποίες οδήγησαν στον τερματισμό της 30ετούς στρατιωτικής παρουσίας της Συρίας στον Λίβανο. Η ανταπόκριση του συριακού καθεστώτος υπήρξε άμεση με την διαγραφή του πρώην αντιπροέδρου από το κυβερνητικό κόμμα Μπάαθ ενώ το συριακό κοινοβούλιο ψήφισε την άσκηση δίωξης εναντίον του για προδοσία. Εκτοτε, ο ίδιος βρίσκεται στο εξωτερικό και έχει προβεί στο σχηματισμό «κυβέρνησης στην εξορία», ενώ ηγείται της αντιπολιτευόμενης ομάδας Εθνικό Μέτωπο Σωτηρίας που στοχεύει στην εκδίωξη του καθεστώτος Ασσαντ με ειρηνικά μέσα.


Αξιομνημόνευτη είναι επίσης η διαφαινόμενη συσπείρωση των φυλών της Συρίας σε βάρος του καθεστώτος. Στις 24 Μαρτίου 2011, ο γενικός γραμματέας της Ενωσης Συριακών Φυλών σεϊχης Αλι Αϊσα αλ Ουμπέιντι προέβη σε διαδικτυακή τηλεοπτική ανακοίνωση κηρύττοντας επανάσταση εναντίον του Σύριου προέδρου, αναφέροντας χαρακτηριστικά επί λέξη: «Οι άνεμοι της αλλαγής φέρουν πλήγμα στο δικτατορικό καθεστώς της χώρας. 41 έτη έχουν παρέλθει με την αθέμιτη εξουσία της οικογένειας αλ-Ασσαντ. Αυτό το καθεστώς έχει βασανίσει το συριακό λαό. Ο αριθμός των θυμάτων έχει ξεπεράσει τους 100 χιλιάδες μάρτυρες, περίπου ο ίδιος αριθμός αγνοουμένων, και τρία εκατομμύρια εκτοπισμένων. Οι φυλές που εκπροσωπούμε αντιπροσωπεύουν ποσοστό άνω του 50 τοις εκατό του συριακού πληθυσμού και κυρρήσουν επανάσταση ενάντια στο διεφθαρμένο καθεστώς αλ-Ασσαντ».



Στο κεφάλαιο της οικονομικής διαφθοράς, στα μάτια του συριακού λαού αυτή έχει αγγίζει το στενό οικογενειακό κύκλο του προέδρου Ασσαντ και ως εκ τούτου δικαιώνεται η πρότερη απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να επιβάλλει κυρώσεις για οικονομική διαφθορά στο καθεστώς. Συγκεκριμένα, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών τον Φεβρουάριο 2008 επέκτεινε το φάσμα των κυρώσεων που είχαν επιβάλλει οι ΗΠΑ στη Συρία επιβάλλοντας κυρώσεις στο συριακό καθεστώς για την υπόθαλψη της οικονομικής διαφθοράς και εκδίδοντας λίστα στην οποία καταδείκνυε τον Σύριο δισεκατομμυριούχο Ράμι Μαχλούφ ως «μεσολαβητή και δικαιούχο» της δημόσιας διαφθοράς στη Συρία. Ο Ράμι Μαχλούφ είναι ένας εκ των έξι εξάδελφων του Σύριου προέδρου και η οικογένεια του ασκεί τεράστια οικονομική και πολιτική επιρροή. Και τούτο διότι όταν ο προηγούμενος πρόεδρος Χάφεζ αλ-Ασσαντ ανήλθε στην εξουσία τη δεκαετία του ’70 παραχώρησε σημαντικά προνόμια στους συγγενείς της συζύγου του, Ανίσα Μαχλούφ.


Η οικογένεια Μαχλούφ όπως και η οικογένεια Ασσαντ είναι αλεβιτική αλλά περισσότερο εξέχουσα καθώς προέρχεται από την κυρίαρχη φυλή Χανταντίν. Πολλά μέλη της αλεβιτικής οικογένειας Μααχλούφ έχουν διεισδύσει στα σώματα ασφαλείας όπως ο στρατηγός Αντνάν Μαχλούφ ο οποίος διετέλεσε επί σειρά ετών διοικητής της συριακής προεδρικής φρουράς, ενώ ο Μοχάμμαντ Μαχλούφ αδελφός της μητέρας του προέδρου Μπασάρ και πατέρας του Ράμι Μαχλούφ απέκτησε τεράστιο οικονομικό εκτόπισμα με τη διαχείριση σειράς κρατικών και ιδιωτικών εταιριών. Η οικογένεια Μαχλούφ ανήκει στην κατηγορία των έμπιστων του συριακού καθεστώτος που μονοπώλησε στον μικρό σε μέγεθος αλλά επεκτεινόμενο συριακό ιδιωτικό τομέα της οικονομίας στη δεκαετία του ’90.



Ο Ράμι Μαχλούφ έχει οικοδομήσει στην κυριολεξία μία οικονομική αυτοκρατορία επιτυγχάνοντας την διείσδυση σε αναπτυσσόμενους τομείς της οικονομίας όπως σε ακίνητα (είναι ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου Talisman), στις μεταφορές (είναι ιδιοκτήτης μίας νέας ιδιωτικής αεροπορικής εταιρίας), στον τραπεζικό τομέα, την βαριά βιομηχανία και τις τηλεπικοινωνίες. Ειδικότερα, ο Ράμι Μαχλούφ έχει κυριαρχήσει στον τομέα των τηλεπικοινωνιών της χώρας και οι όποιες επενδύσεις συντελούνται μέσω ομίλων τους οποίους η οικογένεια Μαχλούφ κατέχει την πλειοψηφία ή μεγάλο ποσοστό μετοχών όπως τις Ramak, Cham Holding και Drex Technologies. Προς χάριν καταγραφής των επιχειρηματικών κινήσεων και των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων αντίπαλων, ο Ράμι Μαχλούφ συνέδραμε στον διορισμό του αδελφού του Χάφεζ ως επικεφαλής της Κρατικής Ασφάλειας της Δαμασκού.


Η αμερικανική επιβολή κυρώσεων στη Συρία για την υπόθαλψη της οικονομικής διαφθοράς και η ένταξη του Ράμι Μαχλούφ, - ομολογουμένως του πιο ισχυρού οικονομικού παράγοντα στη Συρία όπου ξένες εταιρίες δεν δύνανται να προβούν σε επιχειρηματικά και επενδυτικά εγχειρήματα χωρίς τη συναίνεση του- στη σχετική λίστα των «μεσολαβητών και δικαιούχων» της δημόσιας διαφθοράς έχουν προκαλέσει δύο διαφορετικές αντιδράσεις. Οι εν λόγω αντιδράσεις κατηγοριοποιούνται στη βάση των σχέσεων που συγκεκριμένοι οικονομικοί κύκλοι εντός της Συρίας διατηρούν με το καθεστώς. Η πρώτη κατηγορία αφορά στους μη πολιτικοποιημένους επιχειρηματίες οι οποίοι θεώρησαν ότι η ένταξη Μαχλούφ στη σχετική λίστα διαφθοράς προκάλεσε αναταραχή στους επιχειρηματικούς συνεργάτες εν αναμονή του επόμενου πλήγματος και λόγω των ανησυχιών για πιθανές επιπτώσεις στις οικονομικές δοσοληψίες ιδιαίτερα εκείνων που διατηρούν περιουσιακά στοιχεία στις ΗΠΑ και την ΕΕ. Παρολαυτά, ουδείς από τους συνεργάτες του Μαχλούφ στους διάφορους ομίλους δεν τόλμησε να αποχωρήσει υπό το φόβο της καθεστωτικής διαπόμπευσης τους ως υποκύπτοντες στις αμερικανικές πιέσεις.


Η δεύτερη κατηγορία αφορά στους επιχειρηματίες οι οποίοι θεωρούν ότι η ένταξη Μαχλούφ στην αμερικανική λίστα εκλαμβάνεται ως προσωπική υπόθεση της τότε αμερικανικής κυβέρνησης με το συριακό καθεστώς Ασσαντ. Ως εκ τούτου, η επιβολή των σχετικών κυρώσεων χωρίς την ένταξη Μαχλούφ εκτιμάται ότι θα ήταν απλά διακοσμητική και θα συνιστούσε μία συμβολική κίνηση άνευ απτών οικονομικών επιπτώσεων. Αξιομνημόνευτο δε είναι ότι η πλειοψηφία των Σύριων πολιτών κατηγορούν εν κρυπτώ τον Μαχλούφ ως μέλος του στενού οικογενειακού κύκλου του προέδρου Ασσαντ για εκτεταμένη οικονομική διαφθορά.


Εξίσου σημαντικό κεφάλαιο αποτελεί το άνοιγμα του Τύπου και τα κλιμακούμενα αιτήματα για μεταρρυθμίσεις στον τομέα της ελευθερίας έκφρασης. Το καθεστώς Ασσαντ έχει περιορίσει δραστικά την ελευθερία του Τύπου. Η μοναδική μη κρατική εφημερίδα είναι η αλ-Ουάταν που μεταφράζεται ως «Πατρίδα», ενώ είναι σε λειτουργία τρεις κυβερνητικές καθημερινές εφημερίδες, δύο κρατικά τηλεοπτικά κανάλια και μερικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί. Τα αραβικά δορυφορικά τηλεοπτικά κανάλια αλ-ζαζίρα και αλ-αραμπία κατέχουν υψηλό ποσοστό τηλεθέασης, ενώ οι διεθνείς έντυπες εκδόσεις των εφημερίδων «αλχαγιάτ» και «Σαρκ αλ-άουσατ» υπόκεινται σε απαγόρευση της διανομής τους στη χώρα αν και το καθεστώς έχει επιτρέψει τη διαπίστευση δημοσιογράφων τους στη συριακή πρωτεύουσα. Το υπουργείο πληροφοριών προϊσταται των τηλεοπτικών, ραδιοφωνικών και έντυπων μέσων και σε αγαστή συνεργασία με την κρατική υπηρεσία πληροφοριών σκευάζουν τα καθημερινά μηνύματα που προβάλλονται και έχουν θέσει ξεκάθαρη κόκκινη γραμμή την οποία ουδείς παραβιάζει.


Εν κατακλείδι, καθίσταται προφανές ότι η επιβίωση του συριακού καθεστώτος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αντιμετώπιση πολλαπλών προκλήσεων στο εσωτερικό της χώρας που σχετίζονται με την ικανοποίηση των πάγιων λαϊκών αιτημάτων, τα οποία αν μη τι άλλο αποτελούν σημεία των καιρών που έχουν κατακυριεύσει την ευρύτερη περιοχή.

Wednesday, May 4, 2011

ΑΝΤΩΝΙΑ ΔΗΜΟΥ: "Ισλαμιστικές Οργανώσεις Επιχειρούν να Εκμεταλλευτούν τις Αναταραχές στον Αραβο-Μουσουλμανικό Κόσμο"


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΕΖΝΤΟΒΑ

Δημοσίευση στο GrReporter


1. Ποια είναι η εκτίμησή σας για την εξέλιξη της επιχείρησης κατά της Λιβύης; Θα προβεί η Δύση σε χερσαίες επιχειρήσεις;


Καταρχάς θα ήθελα να επισημάνω ότι η σημερινή κατάσταση στη Λιβύη αποτελεί μεγάλη πρόκληση για το διεθνή συνασπισμό ιδιαίτερα μετά την επιβολή της ζώνης για την απαγόρευση της εναέριας κυκλοφορίας στην αραβική χώρα. Συγκεκριμένα, η μεγάλη πρόκληση αφορά στη στρατηγική που καλείται να εφαρμόσει έναντι της Λιβύης ο διεθνής συνασπισμός του οποίου ηγούνται η Γαλλία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ. Ρεαλιστικά, υπάρχουν τρεις στρατηγικές επιλογές: Η πρώτη επιλογή αφορά στην περιθωριοποίηση του διεθνούς συνασπισμού, η δεύτερη στην χερσαία στρατιωτική επέμβαση και η τρίτη στην εξεύρεση πολιτικής λύσης.

Στην περίπτωση που η Δύση αποφασίσει να περιθωριοποιήσει την παρουσία της, τότε επί της ουσίας σιωπηρά αποδέχεται την εξουσία του καθεστώτος Καντάφι και συνεπακόλουθα την κατάπνιξη των εξεγερθέντων.

Εάν η Δύση αποφασίσει να αναμιχθεί ενεργά στρατιωτικά με τη διεξαγωγή χερσαίων επιχειρήσεων επί λιβυκού εδάφους, τότε με μαθηματική ακρίβεια θα εμπλακεί σε επιχειρήσεις φθοράς πιθανώς για μεγάλο χρονικό διάστημα και με σημαντική απώλεια άμαχου πληθυσμού. Επί πλέον, το ενδεχόμενο της χερσαίας επέμβασης εκ μέρους της Δύσης στη Λιβύη θα προσφέρει με μαθηματική ακρίβεια την αιτιολογική βάση στην οποία ενδέχεται να στηριχθούν ισλαμιστικές οργανώσεις όπως η αλ-Κάιντα για τη διεξαγωγή διεθνούς ιερού πολέμου με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τις τελευταίες εβδομάδες, η αλ-Κάιντα εξέδωσε σειρά ανακοινώσεων για τα γεγονότα στη Λιβύη επιχειρηματολογώντας ότι η Προσωρινή κυβέρνηση στη Βεγγάζη και οι διεθνείς αεροπορικές επιδρομές αποτελούν τμήμα μίας ευρύτερης συνομωσίας της Δύσης σε βάρος του Ισλάμ, και αποκήρυξε την αεροπορική επέμβαση της Δύσης ως «σύγχρονη σταυροφορία». Μία επομένως χερσαία επέμβαση στη Λιβύη ενέχει τον κίνδυνο να μετατραπεί σε στρατιωτικό Βατερλό για τις χώρες της Δύσης δεδομένου ότι είναι πιθανό να κληθούν να εμπλακούν σε μακροχρόνιες επιχειρήσεις με στρατιωτικές απώλειες, όπως άλλωστε αποδεικνύει η αποκτηθείσα εμπειρία στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.

Ταυτόχρονα μία χερσαία επέμβαση στη Λιβύη αναμφισβήτητα θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντα ισλαμιστικών οργανώσεων όπως η αλ-Κάιντα η οποία θεωρεί την στρατιωτική παρουσία της Δύσης στη Λιβύη ως ευκαιρία προκειμένου η ίδια να εμφανισθεί ως ελκυστική εναλλακτική επιλογή έναντι του καθεστώτος Καντάφι καθώς και έναντι της δυτικά προσανατολισμένης δημοκρατίας που προτείνει η Προσωρινή κυβέρνηση στη Βεγγάζη.

Η τρίτη επιλογή αφορά στον καθορισμό συγκεκριμένης στρατηγικής εξόδου και μεσοπρόθεσμης απεμπλοκής. Και τούτο διότι η εμπειρία της Δύσης όσον αφορά στην επιβολή ζώνης για απαγόρευση της εναέριας κυκλοφορίας σε χώρες όπως το Ιράκ έχει αποδείξει ότι εν τη απουσία της όποιας πολιτικής λύσης η κατάσταση μπορεί να εκτροχιασθεί. Ενδεικτική και πάλι είναι η περίπτωση του Ιράκ όπου η επιβολή από τις ΗΠΑ της ζώνης για απαγόρευση της εναέριας κυκλοφορίας στις κουρδικές περιοχές του Βορείου Ιράκ και τις σιϊτικές περιοχές στον Νότο, χωρίς μάλιστα και να έχει προηγηθεί η λήψη σχετικής απόφασης από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, σημείωσε εξαιρετικά περιορισμένη επιτυχία καθόλη την περίοδο από 1991 έως και το 2003.

Και τούτο διότι, υπό την προστασία των αμερικανικών δυνάμεων οι οποίες κατέστρεψαν ολοσχερώς την αντιαεροπορική άμυνα του Ιράκ και τις στρατιωτικές βάσεις στο έδαφος, οι Κούρδοι εδραίωσαν de facto την αυτονομία στο Βόρειο Ιράκ -αυτή τη στιγμή βέβαια που οι συσχετισμοί έχουν αλλάξει αυτό ευνοεί τον σχεδιασμό της Δύσης- , ενώ το νότιο τμήμα της χώρας εξακολουθεί έκτοτε να βρίσκεται υπό καθεστώς παντελούς έλλειψης ασφάλειας και καθημερινών ένοπλων αντιπαραθέσεων με δεδομένη πλέον και τη διείσδυση μαχητών ισλαμιστικών οργανώσεων όπως της αλ-Κάιντα.

Προσωπικά θεωρώ ότι η εξεύρεση πολιτικής λύσης στο ζήτημα της Λιβύης συνιστά στρατηγική επιλογή για την όποια απεμπλοκή της Δύσης. Αντίθετα, η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης επί μακρόν όσον αφορά στην επιβολή της ζώνης για την απαγόρευση της εναέριας κυκλοφορίας, πολλώ δε μάλλον η διεξαγωγή χερσαίων επιχειρήσεων σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Δύσης όχι μόνο στη Λιβύη αλλά στην περιοχή ευρύτερα.



2. Ποιες διαφαίνονται να είναι οι προθέσεις του καθεστώτος Καντάφι; Υπάρχει η πιθανότητα επιστροφής στο καθεστώς της μοναρχίας; Ποια η στάση της Δύσης απέναντι σ’ αυτό το ενδεχόμενο;

Το καθεστώς Καντάφι εκτιμάται ότι κινείται προς την κατεύθυνση της εξεύρεσης πολιτικής λύσης που θα οδηγήσει στην εκτόνωση της κρίσης. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η χθεσινή παρουσία στην Αθήνα του Abdel Ati al-Obeidi, του Λίβυου υπουργού εξωτερικών και μέχρι πρότινος υπουργού επικρατείας υπεύθυνου για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις ως απεσταλμένου του Καντάφι. Η Αθήνα εκτιμάται ότι έχει κατορθώσει να γίνει αποδεκτή ως έντιμος μεσολαβητής από το λιβυκό καθεστώς το οποίο φαίνεται να συνιστά το ένα από τα δύο μέρη που πρέπει να συνεννοηθούν για να προκύψει η όποια πολιτική λύση.

Σύμφωνα μάλιστα και με χθεσινοβραδινό δημοσίευμα της εφημερίδας New York Times, το λιβυκό καθεστώς εμφανίζεται πρόθυμο να συνεργαστεί σε μία μεταβατική περίοδο με την προσωρινή κυβέρνηση της Βεγγάζης προκειμένου να αναδειχθεί ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης, αυτό της συνταγματικής μοναρχίας. Η διπλωματική κινητικότητα του λιβυκού καθεστώτος είναι εύστοχη και έρχεται να ικανοποιήσει ένα εκ των βασικών αιτημάτων των πολιτών στην Ανατολική Λιβύη.

Και τούτο διότι πάγιο αίτημα των πολιτών στην Ανατολική Λιβύη είναι η εγκαθίδρυση ενός κοινοβουλευτικού αντί του υπάρχοντος προεδρικού συστήματος διακυβέρνησης, το οποίο σε κάθε περίπτωση προσομοιάζει με τη συνταγματική μοναρχία του Ιντρίς Σανούσι που υπήρχε στην περίοδο πριν το 1969, με σκοπό να αποκτηθεί μεγάλος βαθμός αυτονομίας εντός βέβαια των υφιστάμενων εθνικών γεωγραφικών ορίων.

Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η 11μελής ομάδα που απαρτίζει την προσωρινή κυβέρνηση στη Βεγγάζη περιλαμβάνει -μεταξύ άλλων- συγγενή του εκδιωχθέντα μονάρχη, όπως επίσης δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο διάδοχος της βασιλικής οικογένειας, Σέγεντ Ιντρίς αλ-Σανούσι, που γεννήθηκε στη Βεγγάζη είναι επικεφαλής του κινήματος Σανούσι και υποστηρίζεται από την πλειονότητα των φυλών της Λιβύης. Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι το 2003 κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ, ο Λίβυος συνταγματάρχης Καντάφι πρότεινε στον Σέγεντ Ιντρίς τη θέση του πρωθυπουργού της Λιβύης, αφενός αναγνωρίζοντας τα λαϊκά ερείσματα του βασιλικού διαδόχου και αφετέρου σε μία προσπάθεια να ενισχύσει τη νομιμότητα του καθεστώτος του. Φθάνοντας στη σημερινή έκρυθμη και βίαιη συγκυρία, ο διάδοχος της εξόριστης βασιλικής οικογένειας Σέγεντ Ιντρίς δήλωσε παρόν και εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία «είναι έτοιμος να επιστρέψει στη Λιβύη».

Καθίσταται προφανές ότι αυτή τη στιγμή όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά για την εξεύρεση μίας πολιτικής-διπλωματικής λύσης που θα επιτρέψει την αξιοπρεπή έξοδο του δυτικού αεροπορικού συνασπισμού από την Λιβύη.


3. Τις τελευταίες μέρες σημειώθηκαν διαμαρτυρίες και βίαιες συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας και στη Συρία, οι διαμαρτυρίες συνεχίζονται αιματηρές και στην Υεμένη. Υπάρχει κοινή αιτία για τον ξεσηκωμό στις χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Αραβικής χερσονήσου; Σε τι οφείλονται γενικότερα;

Είναι πράγματι σαφές ότι ο αραβικός κόσμος από την Βόρειο Αφρική μέχρι και τον Περσικό βιώνει ένα επαναστατικό κίνημα που κυοφορήθηκε από δύο ισχυρούς παράγοντες, την μεν διεθνή οικονομική κρίση που εκτόξευσε την φτώχεια και το δε αίτημα για πολιτικές μεταρρυθμίσεις που ενίσχυσε η χρήση του διαδικτύου και τα αραβικά δορυφορικά τηλεοπτικά μέσα. Ζητούμενο των διαδηλωτών σε όλες τις εξεγέρσεις αποτελεί η προώθηση των πολιτικών μεταρρυθμίσεων, η πάταξη της οικονομικής διαφθοράς, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η προώθηση της ελευθερίας του Τύπου.


Εν προκειμένω, οι εξεγέρσεις στη Λιβύη, στην Συρία και την Υεμένη έχουν κοινό παρονομαστή αλλά και σοβαρές διαφοροποιήσεις. Επί παραδείγματι, το καθεστώς στη Συρία παρουσιάζει ξεχωριστή δομή από αυτή των υπόλοιπων στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο και γεγονός είναι η πολιτική κοσμοθεωρία του Σύριου προέδρου Ασσαντ τοποθετεί σε γραμμή προτεραιότητας την ειρήνευση και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας έναντι των όποιων αιτημάτων για πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Η επίσημη θέση του Σύριου προέδρου Ασσαντ εστιάζει στο γεγονός ότι η συριακή κοινωνία όπως και η πλειονότητα των υπολοίπων στην περιοχή οδεύουν με γοργούς ρυθμούς σε μία πολιτική μετατόπιση προς τον συντηρητισμό.

Σε αυτή τη βάση, η διαδικασία πολιτικών μεταρρυθμίσεων σύμφωνα με την αντίληψη Ασσαντ δυσχεραίνεται όπως άλλωστε αποδεικνύει η περίπτωση χωρών με αντιπροσωπευτικές τον Λίβανο και την Αλγερία οι οποίες υιοθετώντας προγράμματα για την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων έφεραν ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα καθώς επί της ουσίας έθεσαν τις βάσεις για ένταση και κοινωνικές αναταραχές. Στην περίπτωση της Αλγερίας το 1980, ισλαμιστικές ομάδες επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν τα πολιτικά ανοίγματα της κυβέρνησης προκειμένου να ανέλθουν στην εξουσία καταστρατηγώντας την εσωτερική σταθερότητα και οδηγώντας με αυτό τον τρόπο σε ένοπλες συγκρούσεις που διήρκεσαν δεκαετίες. Αντίστοιχα, στον Λίβανο η διαδικασία πολιτικών μεταρρυθμίσεων και οι εκλογές της 29ης Μαίου 2005 προσέφεραν την αιτιολογική βάση στην οποία στηρίχθηκε σεκταριστική βία.


4. Ποιος ο ρόλος τον ισλαμιστών στα γεγονότα; Υπάρχει ενίσχυση και εντατικοποίηση στη δράση των ένοπλων ομάδων;

Ο ρόλος και ο βαθμός επιρροής στις λαϊκές μάζες των ισλαμιστών διαφέρει από χώρα σε χώρα. Στη Λιβύη για παράδειγμα, η ισλαμιστική απειλή είναι περισσότερο ορατή από ποτέ και ο όποιος κίνδυνος ασφάλειας εκτιμάται ότι είναι πιθανό να προέλθει από την οργάνωση αλ-Κάιντα καθώς και από ανεξάρτητους σαλαφιστές μαχητές.

Συγκεκριμένα, η οργάνωση αλ-Κάιντα έχει μακροχρόνια στρατηγικά συμφέροντα στη Λιβύη και επιδιώκει την κεφαλαιοποίηση των εξεγέρσεων στη Βόρεια Αφρική προκειμένου να εξυπηρετήσει ειδικότερα συμφέροντα της, ενώ αποσκοπεί στην θρησκευτική εκμετάλλευση της διεθνούς αεροπορικής επέμβασης ώστε να συσπειρώσει τους πολίτες της Λιβύης ενάντια στη Δύση.

Γεγονός είναι ότι η ισλαμιστική οργάνωση παραδοσιακά εκλαμβάνει την δημιουργία μίας ενεργούς πτέρυγας της στην Λιβύη ως βασικό πυλώνα της διαμορφούμενης περιφερειακής της στρατηγικής. Και τούτο διότι η Λιβύη δεν θεωρείται ως τελικός προορισμός της επιρροής και της δράσης της αλ-Κάιντα αλλά ως μία «ασφαλή» περιοχή από την οποία η οργάνωση θα επεκταθεί σε γειτονικές χώρες όπως η Αίγυπτος και η Αλγερία, οι οποίες διαθέτουν μεγάλους πληθυσμούς.

Επιπρόσθετα, την τελευταία δεκαετία έχει αναδυθεί στη Λιβύη σημαντικός αριθμός ανεξάρτητων σαλαφιστών μαχητών. Η λιβυκή πόλη Δίρνα της Ανατολικής Λιβύης είναι γνωστή ως κέντρο στρατολόγησης για τη διεξαγωγή ιερού πολέμου τόσο εντός της Λιβύης όσο και εκτός, όπως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.

Προκειμένου να γίνουν πλήρως κατανοητοί οι λόγοι που οδήγησαν στην αύξηση του αριθμού των ανεξάρτητων σαλαφιστών μαχητών, αρκεί να αναφερθεί ο κυριότερος εξ αυτών που αφορά στην οικονομική εξαθλίωση η οποία ευνόησε την καλλιέργεια της πεποίθησης σε τμήμα Λίβυων πολιτών κυρίως στην Ανατολική Λιβύη ότι δεν έχουν τίποτα να απολέσουν με το να συμμετάσχουν σε ισλαμιστικές οργανώσεις και να υιοθετήσουν την ακραία βία τόσο εντός των τειχών όσο και εκτός, όπως στο Ιράκ.

Η προοπτική της οικονομικής αποζημίωσης δια βίου μελών των οικονομικά ασθενών οικογενειών τους στην περίπτωση που οι ίδιοι προέβαιναν σε πράξεις αυτοθυσίας στο όνομα της θρησκείας στο Ιράκ ή αλλού, αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο σε ένα γεωγραφικό κομμάτι της Λιβύης, το ανατολικό, όπου η πλειονότητα της νεολαίας μεταξύ 18 και 35 ετών είναι άνεργοι. Υπάρχουν μάλιστα αναφορές σύμφωνα με τις οποίες ισλαμιστικά δίκτυα προσέφεραν ως κίνητρο σε νεαρά άτομα προκειμένου αυτά να προβούν σε πράξεις αυτοθυσίας μηνιαία χρηματική αποζημίωση προς τις οικογένειες τους που κυμαίνεται μεταξύ 150 και 200 λιβυκών δηναρίων τη στιγμή που ο μέσος μισθός στη χώρα ανέρχεται σε 250 με 330 λιβυκά δηνάρια.

Αντίθετα, σε χώρες όπως η Συρία και το Μπαχρέιν ο ρόλος των ισλαμιστών στα γεγονότα διαφέρει.


5. Σε πολιτικό επίπεδο, θεωρείτε πως οι ισλαμιστές (Αδελφοί μουσουλμάνοι) θα είναι ρυθμιστές της αναμενόμενης εκλογικής αναμέτρησης στην Αίγυπτο;

Γεγονός είναι ότι η διαδικασία πολιτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων έχει ξεκινήσει στην Αίγυπτο. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα έχει ανακοινώσει την μη ανάδειξη υποψηφίου της για συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές, ενώ έχει εγκρίνει την συμμετοχή κατά τη διεξαγωγή των νέων κοινοβουλευτικών εκλογών οι οποίες εκτιμάται ότι θα επιτρέψουν την ουσιαστική εκπροσώπηση αυτής στο αιγυπτιακό κοινοβούλιο.

Εξάλλου η Μουσουλμανική Αδελφότητα διαθέτει κοινοβουλευτική εμπειρία και σημαντικά λαϊκά ερείσματα τα οποία σύμφωνα με κάποιες πρώτες εκτιμήσεις ανέρχονται περίπου σε ποσοστό 30 τοις εκατό επί του εκλογικού σώματος. Τα σημαντικά λαϊκά ερείσματα της αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητα αποδίδονται εν πολλοίς στην ύπαρξη και λειτουργία υπό την αιγίδα της ενός εκτεταμένου φιλανθρωπικού, εκπαιδευτικού και νοσοκομειακού δικτύου.

Γεγονός είναι ότι η Μουσουλμανική Αδελφότητα ξεκίνησε ως κοινωνικό-θρησκευτική οργάνωση για να μετεξελιχθεί στη δεκαετία του 80 και σε πολιτικό κίνημα προβαίνοντας σε συνεργασίες με άλλα αιγυπτιακά αντιπολιτευόμενα κόμματα και υποστηρίζοντας ανεξάρτητους υποψηφίους.

Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2005, η Μουσουλμανική Αδελφότητα κέρδισε το 20% των κοινοβουλευτικών θέσεων, θέτοντας ένα δημοκρατικό πολιτικό και όχι θεολογικό δίλλημα στο αιγυπτιακό καθεστώς. Και τούτο διότι για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η Αδελφότητα στη διάρκεια της προηγούμενης κοινοβουλευτικής της θητείας, ήταν αυτή που ουσιαστικά έδωσε ψυχή στην κοινοβουλευτική δραστηριότητα και στο αιγυπτιακό κοινοβούλιο που μέχρι εκείνη τη στιγμή κυριαρχούνταν από το τότε κυβερνών Εθνικό Δημοκρατικό κόμμα. Σε αντίθεση με άλλους βουλευτές, οι προσκείμενοι στην Μουσουλμανική Αδελφότητα εξετέλεσαν τα κοινοβουλευτικά τους καθήκοντα με σοβαρότητα και ζήλο πραγματοποιώντας ρεκόρ προσέλευσης στις συνεδριάσεις αλλά και ασκώντας υπεύθυνη αντιπολίτευση στο τότε κυβερνών κόμμα.

Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα υπεύθυνης αντιπολίτευσης αποτέλεσε η δημιουργία συνασπισμού κοινοβουλευτικών μελών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας με άλλα μέλη τόσο του τότε κυβερνώντος κόμματος όσο και λοιπών κοινοβουλευτικών αντιπολιτευόμενων ομάδων προκειμένου να τερματιστεί η ανανέωση του Νόμου Εκτακτης Ανάγκης ο οποίος ίσχυε από το 1981, ανανεώνονταν ανά διετία, και ο οποίος επέτρεπε τη σύλληψη ατόμων χωρίς την προηγούμενη απαγγελία κατηγοριών, τον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης και τη λειτουργία ειδικού στρατιωτικού δικαστηρίου.

Δηλαδή, η αιγυπτιακή Μουσουλμανική Αδελφότητα προσπάθησε να μετατρέψει το αιγυπτιακό κοινοβούλιο σε πραγματικό νομοθετικό σώμα, σε θεσμό που εκπροσωπεί τους πολίτες αλλά και σε μηχανισμό που καθιστά την κυβέρνηση υπόλογη. Η αποκτηθείσα μέχρι σήμερα εμπειρία καταδεικνύει ότι η Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο θα ακολουθήσει την δοκιμασμένη πολιτική συνταγή η οποία εγγυάται την λαοφιλία και την κοινοβουλευτικής της επιτυχία.


6. Τι ενδέχεται να επιφέρουν οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο εν γένει και ως προς τι θα αλλάξουν οι συσχετισμοί; Πώς θα επηρεαστεί η ευρύτερη περιοχή (π.χ. μετανάστευση);

Είναι πραγματικά πολύ νωρίς για να παραχθούν σαφή συμπεράσματα όσον αφορά στην αλλαγή των περιφερειακών συσχετισμών καθώς έχουμε να κάνουμε με ένα κύμα λαϊκών διαδηλώσεων που βρίσκεται εν εξελίξει. Είναι ωστόσο εφικτό χωρίς να θεωρείται παρακινδυνευμένο να παραχθούν εκτιμήσεις βασιζόμενες στα υπάρχοντα γεωπολιτικά δεδομένα.

Επί παραδείγματι, οι εξεγέρσεις στο Μπαχρέιν κατέστησαν επιτακτική την αποκατάσταση της κοινωνικό-πολιτικής ηρεμίας στη χώρα καθώς πιθανή περαιτέρω κλιμάκωση της εσωτερικής αναταραχής εκτιμάται ότι θα μπορούσε να έχει καθοριστικό αντίκτυπο στο γεωπολιτικό εκτόπισμα του Μπαχρέιν θέτοντας υπό διακύβευση τα ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα καθώς και ασκώντας καταλυτική επίδραση ντόμινο στο άμεσο γειτονικό περιβάλλον.

Ως γνωστόν, το Μπαχρέιν φιλοξενεί την ναυτική βάση Υποστήριξης Δραστηριοτήτων Μπαχρέιν (NSA Bahrain) καθώς και το αρχηγείο του αμερικανικού 5ου Στόλου. Στην καρδιά κυριολεκτικά του Περσικού Κόλπου, η ναυτική βάση και το αρχηγείο συνιστούν στρατηγικό πλεονέκτημα της αμερικανικής παρουσίας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή καθώς επιτρέπουν την επόπτευση των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων και εμπορικών οδών, την υποστήριξη των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν αλλά και την καταπολέμηση της πειρατείας στην Ερυθρά και την Αραβική θάλασσα.

Επιπρόσθετα, η ανατροπή της μοναρχίας στο Μπαχρέιν λόγω εσωτερικών αναταραχών θα μπορούσε να ασκήσει αλυσιδωτές επιδράσεις σε γειτονικά κράτη του Κόλπου, όπως η Σαουδική Αραβία.

Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι το γειτονικό Ιράν παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις προσβλέποντας στην πολιτική και θρησκευτική εκμετάλλευση της εξελισσόμενης νέας δυναμικής που σχετίζεται με την εσωτερική αποσταθεροποίηση καθεστώτων προκειμένου αυτό να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στις αραβο-μουσουλμανικές υποθέσεις. Εν προκειμένω, πιθανή ανατροπή της μοναρχίας στο Μπαχρέιν θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εφαλτήριο των ιρανικών φιλοδοξιών που εκλαμβάνουν το Μπαχρέιν ως την 14η επαρχία του Ιράν μέσω του ισχυρού σιιτικού θρησκευτικού πληθυσμού που υπάρχει στην χώρα. Και τούτο διότι ποσοστό που αγγίζει το 70 τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού στο Μπαχρέιν είναι οπαδοί του σιιτισμού.

Το σίγουρο είναι ότι τα καθεστώτα στην περιοχή αφυπνίζονται και καλούνται να φλερτάρουν με τα λαϊκά αιτήματα για πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις αλλά και να αναγνωρίσουν ότι αυτά σε συνδυασμό με την ισχυρή επίδραση του Ισλάμ στις μάζες αποτελούν χαρτιά προκειμένου όχι απλά για να διατηρήσουν την δημοτικότητα και την λαοφιλία τους αλλά για να επιβιώσουν.